Η αντισυμβατική ντίβα Μαντόνα ή αλλιώς Madonna Louise Veronica Ciccone, η βασίλισσα της ποπ, το είδωλο της δεκαετίας του 80 που άλλαξε το ρου της ιστορίας της μουσικής σύγχρονης σκηνής δε θα μπορούσε να μην αποτελεί ισχυρό γυναικείο πρότυπο και μουσικό θρύλο που κατά καιρούς, απασχόλησε πολλούς και πολύ τόσο για τη μουσική της, όσο και για τις προσωπικές της επιλογές.
Γεννημένη σε μια αυστηρή καθολική οικογένεια, η Μαντόνα από μικρή ηλικία ισορροπούσε ανάμεσα στην επαναστατική της φύση και την αγάπη της για τη μουσική και για πολλά χρόνια προσπαθούσε να ταιριάξει τα κομμάτια του παζλ της ζωής της με ομοιομορφία, κάτι που στο τέλος κατάφερε. Η στάση της απέναντι σε πολιτικά και θρησκευτικά πρότυπα έχει σχολιαστεί περισσότερο απ’ το οτιδήποτε κι αποτελεί αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της παγκόσμιας μουσικής σκηνής.
Από μικρή ηλικία δεν έκρυψε την αγάπη της για το τραγούδι και το χορό, αφού γεννήθηκε από μητέρα χορεύτρια κι έτσι μετά από σκληρή δουλειά της δόθηκε η ευκαιρία να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν με πλήρη υποτροφία στο τμήμα χορού. Λίγο αργότερα στη ζωή της έρχεται ο πρώτος της μεγάλος έρωτας με τον Dan Gilroy που ήταν ιδρυτικό μέλος της μπάντας Breakfast Club και κάπου εκεί ανακαλύπτει την αγάπη της για το τραγούδι. Λίγα χρόνια μετά την εντοπίζει η Gotham Records και συγκεκριμένα η Camille Barbone που τη μύησε στον κόσμο της ποπ μουσικής και κουλτούρας γενικότερα.
Έτσι ανοίγεται μπροστά της μια τεράστια πορεία η οποία περιλαμβάνει κομμάτια που έμειναν για πάνω από τρεις μήνες σερί στο Billboard, συναυλίες σ’ όλο τον κόσμο, οι οποίες ήταν sold out και μεγάλους έρωτες οι οποίοι της έδωσαν την ευκαιρία να γίνει και μητέρα· όπως ο κεραυνοβόλος έρωτάς της με τον γυμναστή της απ’ όπου και γεννήθηκε η πολυαγαπημένη της κόρη. Μονοπώλησε όσο καμία άλλη με την προσωπική της ζωή και τα σκάνδαλα που βγήκαν στην επιφάνεια αργότερα κι αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ντίβα παγκοσμίως, ενώ κέρδισε ένα μεγάλο fan club σ’ όλο τον κόσμο το οποίο την ακολουθεί παντού.
Σε μια ανδροκρατούμενη μουσική σκηνή οι γυναίκες που ασχολούνται με την ποπ μουσική ηγούνται για πολλά χρόνια με πρωτοπόρο τη Μαντόνα, στην οποία έχει αποδοθεί κι ο τίτλος «Βασίλισσα της Ποπ». Οι ποπ καλλιτέχνες ξεχωρίζουν όταν έχουν κάτι καινούργιο να πουν, είτε μέσα απ’ τις στιλιστικές τους επιλογές, είτε μέσα απ’ τα τραγούδια τους και την προσωπική τους ζωή, είναι δημιουργοί τάσεων κι απόψεων μέσα από την τέχνη τους. Δυνατό τους χαρτί η μεγαλύτερη επιρροή για νέους ανθρώπους που ακολουθούν τις στιλιστικές προτάσεις τους, τις ιδεολογίες τους, ακόμα και τον τρόπο που μιλούν κι εκφράζονται.
Οι ίδιοι οι σταρς, προσπαθούν να δημιουργήσουν μία νέα πραγματικότητα η οποία αντανακλάται μέσα απ’ τους στίχους των τραγουδιών τους και δεν είναι λίγες οι φορές που κατηγορούνται για βεβήλωση συμβόλων και πράξεις που διώκονται. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί και η Μαντόνα, που πολλές φορές θέλοντας να ξεφύγει από τα στερεοτυπικά καλούπια που ήθελαν τη γυναίκα με πολύ συγκεκριμένο τρόπο προβαλλόμενη, προκάλεσε με τρόπο έντονα ηχηρό, τόσο τα θρησκευτικά καλούπια όσο και το μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο ερωτισμός στην οθόνη μας.
Κάτι που επίσης έχει υποστηρίξει και η Μαντόνα σε συνέντευξή της -πλήθος συνεντεύξεων- είναι η διαφορετικότητα. «Όλοι είμαστε ίσοι και κανένας δεν είναι διαφορετικός». Δημιουργώντας ένα νέο κίνημα που αντιτίθεται στους θεσμούς της πατριαρχίας μέσα απ’ τα τραγούδια της, προωθεί τη διαφορετικότητα κι οι διάδοχοί της τα τελευταία χρόνια μιμούνται τόσο τις κινήσεις της, όσο και τη μουσική της ταυτότητα.
Εν κατακλείδι, η Μαντόνα έχει αφήσει την σφραγίδα της πιο αντισυμβατικής ντίβας παγκοσμίως κι αυτό θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως πρωτοπορία, καθώς κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια απ’ την ενασχόλησή της με τη μουσική, να μιλούν όλοι γι’ αυτήν. Όταν θα έχει κάτι καινούργιο να πει και να πράξει θα το κάνει πρώτη, πριν από όλους τους άλλους και πάντα θα αποτελεί τη βασίλισσα της ποπ. Γιατί αυτή είναι η Μαντόνα· ένας χαρακτήρας διαφορετικός απ’ τους άλλους. Εμποτισμένη με το συναίσθημα της επανάστασης. Μια μεγάλη προσωπικότητα που αξίζει να μείνει στην ιστορία με τα λάθη της και τα πολύ σπουδαία της.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου