Αν μπορούσα να βάλω έναν υπέρτιτλο στο κείμενό μου αυτός θα ήταν «Νυστάζω από τότε που γεννήθηκα». Εύκολα και δικαίως οι φίλοι μου με φωνάζουν «Χουζούρη». Ξέρεις, εκείνο το στρουμφάκι που νύσταζε όλο το εικοσιτετράωρο, διότι όπου σταθώ κι όπου βρεθώ κοιμάμαι. Δεν είναι αστείο· είναι η πραγματικότητα.
Σίγουρα θα ‘χει υπάρξει και για ‘σένα έστω και μια μέρα στη ζωή σου που να μην μπορούσες να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι το πρωί, που ήθελες να χουχουλιάσεις λιγάκι παραπάνω και δε σου έκανε καρδιά να αποχωριστείς το παπλωματάκι σου. Όπως και να το κάνουμε, ο ύπνος είναι απόλαυση σ’ όλες τις εκφάνσεις του.
Η πρώτη σκέψη μόλις ανοίξω τα μάτια μου; Πότε θα γυρίσω σπίτι για να κοιμηθώ. Περιμένω πραγματικά εναγωνίως –όπως κι εσύ φαντάζομαι– την ώρα που θα σχολάσω απ’ τη δουλειά για να πάω σπίτι και να ξεκουράσω το ταλαίπωρο κορμάκι μου κι, εντάξει, να λιώσω και στον ύπνο, γιατί δεν κοιμήθηκα καλά το προηγούμενο βράδυ -εδώ που τα λέμε, ίσως να μου έπεσαν και βαριά τα γεμιστά.
Ο ύπνος, λένε οι ειδικοί, πρέπει να συνοδεύεται κι απ’ την κατάλληλη διάθεση για να ‘ναι καλός και να τον απολαύσεις. Γι’ αυτό κλείνεις παντζούρια και κινητά, για τουλάχιστον ένα οχτάωρο, χωρίς ενδιάμεσα διαλείμματα για νυχτερινές επισκέψεις στο ψυγείο. Γιατί αν φας το βράδυ, μπορείς να αποχαιρετήσεις για πάντα το ενδεχόμενο να ευχαριστηθείς έναν ήσυχο κι αδιάκοπο ύπνο και να καλωσορίσεις τις καούρες και τα στριφογυρίσματα.
Δεν ξέρω αν σου συμβαίνει και ‘σένα, αλλά όταν νυστάζεις, βαριέσαι πολύ πιο εύκολα και δύσκολα κρύβεις την πλήξη σου, όταν λένε κάτι που δε σε ενδιαφέρει και πάρα πολύ. Για παράδειγμα, μπορεί να πέσεις πάνω σε μια συζήτηση που να κάνει το χασμουρητό σου τόσο έντονο θαρρείς και βρυχάται λιοντάρι. Βλέπεις, ο υπναράς είναι κι ειλικρινής, δεν προσποιείται. Έτσι έρχεται εκείνη η αμήχανη στιγμή που δεν απολαμβάνεις καθόλου την κουβέντα κι συνομιλητής σου δεν αργεί να το καταλάβει, αφού είσαι στο όριο να αρχίσεις το ροχαλητό.
Εντάξει, παιδιά, ας μη γελιόμαστε, η νύστα, ο βήχας κι ο έρωτας δεν κρύβονται. Πόσες φορές βγήκες με την παρέα για να κάνετε χαμό, και τελικά καμιά ώρα αργότερα βρέθηκες να φαντασιώνεσαι τις πιτζαμούλες και το κρεβατάκι σου; Ίσως να ‘σαι κι εσύ ένας απ’ αυτούς τους τύπους που βγαίνουν σ’ ένα μαγαζί με χαλαρή ατμόσφαιρα και νανουρίζονται γλυκά απ’ τη μουσική που παίζει εκείνη τη στιγμή. Υπάρχουν κι ακραίες περιπτώσεις νύστας∙ να ‘σαι σε κλαμπ και να σε παίρνει ο ύπνος πάνω στο ηχείο. Έχει συμβεί. Δε συνίσταται, όμως, γιατί πέρα απ’ το ότι θα ‘χεις γίνει ρεζίλι στο μαγαζί και θα ξυπνήσεις σαν τον Κουασιμόδο απ’ το πιάσιμο, ενδέχεται να καταλήξεις και περήφανο κουφάλογο.
Όπου κι αν βρίσκεσαι, απ’ τη στάση του λεωφορείου, το μετρό, ή το σπίτι του κολλητού σου –εκεί που είχες πάει για να δείτε ταινία και τελικά κατέληξες να βλέπεις ωραιότατα όνειρα–, ο ύπνος σε φλερτάρει άγρια, κι εσύ υποκύπτεις.
Άλλωστε, το ‘χει πει και ο Δαλάι Λάμα: «Ο ύπνος είναι ο καλύτερος διαλογισμός.» Γι’ αυτό διαλογίσου νυστάζοντας. Κάποια στιγμή θ’ αποκοιμηθείς και μετά δε θα παίρνεις χαμπάρι τίποτα. Μόνο ζεν -α, και χασμουρητά!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη