Σ’ αυτή τη χώρα που έχουμε μάθει να μεταφράζουμε την οποιαδήποτε επιτυχία σε αποτυχία ο Γιώργος Λάνθιμος κατάφερε κι έβαλε τα γυαλιά σ’ όσους δεν πίστεψαν ποτέ σ’ αυτόν, κάνοντας την απόλυτη επιτυχία. Τοποθετώντας τον εαυτό του στο επίπεδο των μεγαλύτερων δημιουργών, ήρθε ο Χρυσός Λέοντας και σίγουρα, θα έρθει και το όσκαρ. Μόνο που σ’ αυτόν πίστεψε όλος ο κόσμος, εκτός από την Ελλάδα.
Κι αυτό θα πρέπει να το παραδεχτούμε κύριοι και κυρίες, αφού μερικές απ’ τις καλύτερες στιγμές του στον κινηματογράφο κατά καιρούς σημαδεύτηκαν με επικριτικά σχόλια από δικαστές του πληκτρολογίου και κριτικούς κινηματογράφου, τόσο για τις επιλογές θεμάτων του, όσο και για την καλλιτεχνική του σκοπιά. Την ίδια στιγμή που ολόκληρος ο κόσμος υποκλινόταν στο ταλέντο του, εμείς δεν το είχαμε καταλάβει.
Τι να πρώτο θυμηθούμε για τα σχόλια που ακολούθησαν την ταινία του με τίτλο «Κυνόδοντας;», που έφτασε μάλιστα μια ανάσα πριν τα Όσκαρ; Σχόλια του τύπου «Ένας άσχετος που προσπαθεί να περάσει το κάτι διαφορετικό, προκαλεί αποστροφή και τώρα είναι υποψήφιος για Όσκαρ» ή «Για “εκλεπτυσμένη” τσ@ντα καλή ήταν! Όχι όμως ότι προσπάθησε να περάσει κανένα βαθύ μήνυμα ή ότι τη θεωρώ άξια βραβείων. Πιστεύω ότι είναι από τις πιο ανόητες ελληνικές παραγωγές και με πολύ ατάλαντους ηθοποιούς (πραγματικά είναι σαν να διαβάζουν τα λόγια τους)».
Κανείς δεν μπήκε στη διαδικασία να ψάξει και να μάθει, πού αποσκοπεί η συγκεκριμένη ταινία όσο την παρακολουθεί. Την αλληγορία της οικογένειας που ο πατέρας κρατά τα τρία του παιδιά απομονωμένα από τον έξω κόσμο. Που ανατρέφονται με παραλογισμούς και και ψευδείς πληροφορίες. Κανείς δεν ασχολήθηκε με το αν εξετάζει τα θέματα της εξουσίας, της συντριβής της ατομικής ταυτότητας και της απομόνωσης. Ο «Κυνόδοντας» ήταν απλώς παράλογος και σόκινγκ κι αυτό έφτανε για να τον απορρίψουμε.
Και πάμε στις «Άλπεις», μια ακόμη απόπειρα του Γιώργου Λάνθιμου ν’ αποδείξει το σκηνοθετικό του ταλέντο σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Κι εκεί τα σχόλια, όπως και στην πρώτη ταινία, ήταν βουτηγμένα στην απαξίωση. Ας θυμηθούμε μερικά: «Δεν κατάλαβα τι είδα, νόμιζα ότι θα δω κάτι για βουνά», «Παρακμή κι έλεος!», «Σίγουρα μια από τις χειρότερες ταινίες μακράν! Εντάξει έχει μεγάλο βύσμα ο σκηνοθέτης δεν εξηγείται αλλιώς.», «Υπάρχουν πολύ μεγαλύτερα ταλέντα ακόμη κι από παιδιά που κάνουν βιντεάκια στο YouTube». Τι το νοιάζει το κοινό της Ελλάδας μια αλληγορία για την ανθρώπινη απώλεια, όταν γίνεται κάτω από το πρίσμα ενός σκηνοθέτη που δεν είναι εύκολος στην πέψη σαν χλιαρός φιδές;
Η κριτική του κόσμου και των περισσότερων κριτικών κινηματογράφου δε σταμάτησαν εκεί και τα επικριτικά σχόλια συνεχίστηκαν και στις επόμενες δύο μεγάλες παραγωγές του Λάνθιμου. Τόσο για την ταινία «Αστακός» όσο και για την ταινία «Ο θάνατος του Ιερού Ελαφιού» διαβάσαμε σχόλια όπως: «τι ζόρι τραβάει αυτός ο σκηνοθέτης», «μεγαλύτερη μ@λακία δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου κι απορώ πώς την άντεξα μέχρι το τέλος», «βασανιστικά αργή, δεν καταλήγει πουθενά, σε κάνει να απορείς για το τι μυαλά υπάρχουν εκεί έξω», «Η μέγιστη αποτυχία του αιώνα. Μια δήθεν κουλτούρα για τα μπάζα ταινία».
Και κλείνουμε το άρθρο αυτό με την «Ευνοούμενη» που αποτελεί και την προτελευταία μεγάλη επιτυχία του Γιώργου Λάνθιμου μέχρι και σήμερα. Η ταινία προτάθηκε για δέκα υποψηφιότητες στα Όσκαρ και τελικώς κέρδισε ένα, αυτό του Α’ Γυναικείου Ρόλου που απονεμήθηκε στην Ολίβια Κόλμαν. Κι εκεί όμως οι δικαστές του πληκτρολογίου είχαν κάτι να πουν: «Απογοήτευση!», «Άλλες 2 χαμένες ώρες από τη ζωή μου».
Αντί επιλόγου: Είναι τραγικό που πρέπει κάποιος καλλιτέχνης να βγει από τη χώρα του για να αναγνωριστεί, τη στιγμή που η ίδια τον σνομπάρει. Όταν λοιπόν το πάρει το όσκαρ ο Λάνθιμος, ας μην ευχαριστήσει τη χώρα του. Γιατί όπως και για πολλούς ακόμη, δεν έκανε τίποτα για να τον στηρίξει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου