Κατά τον Νίτσε, χωρίς τη μουσική η ζωή θα ήταν ένα λάθος και δε θα μπορούσα να συμφωνήσω πιο πολύ μαζί του σ’ αυτό. Όχι, επειδή έτυχε να σπουδάσω μουσική και να κάνω αυτό που αγαπώ, αλλά γιατί τη μουσική τη χρειαζόμαστε όλοι στη ζωή μας- είναι κάτι σαν το αλάτι στο φαγητό.

Μέσα από εμάς, έχουμε τη δυνατότητα να συμπαρασύρουμε κι άλλους ανθρώπους, που, θ’ αγαπήσουν αυτές τις μελωδικές γραμμές που σε κάθε άκουσμά τους μας γαληνεύουν, μας συγκινούν και μας δίνουν ένα εφαλτήριο για τη ζωή. Ζωντανεύουν τις αγαπημένες μας στιγμές και μας βοηθούν να χειριστούμε ακόμη και τις πιο δύσκολες διαπροσωπικές μας σχέσεις.

Το είδος της μουσικής που θα ακούσουμε παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο κι αυτό ποικίλλει ανάλογα την προσωπικότητα του καθενός μας. Άλλοι άνθρωποι αγαπούν την τζαζ μουσική, προσωπικότητες με έντονο το στοιχείο του αυθορμητισμού με ντελικάτες ακουστικές αναφορές, παρατηρητικοί και πολύ ενεργητικοί με μια δόση νοσταλγίας στο βλέμμα και την αύρα. Άλλοι, πιο ζόρικοι και με στακάτο χαρακτήρα, αγαπούν τη ροκ ή την έντεχνη μουσική. Αλέγρες προσωπικότητες με έντονες αισθήσεις, ξεσπάσματα συναισθηματικά, έντονο τρόπο ζωής προτιμούν έθνικ και λαϊκές νότες. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου συχνά ταυτίζεται με το είδος της μουσικής που ακούει και διαμορφώνει ανάλογα και την προσωπικότητά του.

Πηγαίνοντάς το στο συναισθηματικό κομμάτι, μέσα απ’ τις διαπροσωπικές του σχέσεις, υπάρχει και το δύσκολο κομμάτι μιας διαμάχης. Γι’ αυτές θα μιλήσουμε σήμερα και για το μουσικό χαλί που τις συνοδεύει. Θα ήταν ψέμα ν’ αναφέρουμε πως δεν υπάρχει άνθρωπος σε τούτο τον πλανήτη που να μην έχει καβγαδίσει με τα φιλαράκια του ή τον σύντροφό του για σημαντικούς ή και πιο μικρής σημασίας λόγους και πως μετά για να ηρεμήσει και να γαληνεύσει δεν έβαλε μουσική.

Οι περισσότεροι άνθρωποι χρειάζονται τη μουσική μετά από έντονο διαπληκτισμό με κάποιον κι αποτελεί δύναμη για να ξεπεράσουμε μια άσχημη ημέρα, όσο δύσκολο κι αν φαίνεται αυτό. Μουσικές που έχουν ως βάση τους την κλασική με κύριο όργανο το πιάνο (κονσέρτα), λέγεται ότι είναι ένα φυσικό ηρεμιστικό αφού η τελειότητα της αρμονίας και το γεγονός ότι αποτελείται από συμφωνική ορχήστρα το τραγούδι, δίνει στον εγκέφαλο την αίσθηση της πληρότητας και της ευεξίας. Ταυτόχρονα μουσικές που έχουν ως βάση τα πνευστά, είναι επίσης μια καλή πρόταση, καθώς προσομοιάζουν μια πιο φυσική και γήινη απόχρωση της μουσικής- ακόμη κι από την ίδια τη φύση του οργάνου. Έγχορδα, βιολιά, κιθάρες και λοιπά, αν και πολύ συχνά νιώθουμε πως μας εκτονώνουν με την έντασή τους, έχουν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα.

Δεν υπάρχει καλύτερο φάρμακο για την κακή ψυχολογία απ’ τη μουσική- αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Μαγεύεσαι ακόμη κι όταν είσαι στα κάτω σου, θες να σηκωθείς και να χορέψεις, ακόμη κι αν έστω πριν λίγο έκλαιγες με λυγμούς. Αυτή άλλωστε είναι και η δύναμη της μουσικής· να προσφέρει ψυχική ανάταση εκεί που την έχουμε ανάγκη. Η μουσική είναι η πιο δυνατή μορφή μαγείας κατά τον Marilyn Manson και έχει απόλυτο δίκιο. Όσα συναισθήματα μπορεί να σου μεταδώσει η μουσική, δεν μπορεί να στα προσφέρει κανείς. Είναι ένα εισιτήριο για κάπου ανώτερα, γι’ αυτό και σου προσφέρει την απόλυτη χαλάρωση. Έρευνες έχουν δείξει άλλωστε ότι αν ακούς μουσική πριν κοιμηθείς -για παράδειγμα- σε φέρνει πιο κοντά στην πιθανότητα να φτάσεις στο στάδιο REM και να πετύχεις έναν βαθύ ύπνο.

Το εφαλτήριο της χαλάρωσης δεν είναι μόνο οι μελωδίες. Είναι και διάφοροι ήχοι που μπορείς ν’ ακούσεις για να χαλαρώσεις και ν’ αναζωογονήσεις  το κορμί σου. Ήχοι της θάλασσας, του αέρα και ήχοι της φύσης, asmr ήχοι, καθώς και τονικότητες σαν τον σταθερό βόμβο του σεσουάρ ή του πλυντηρίου μπορούν επίσης να κάνουν πολύ καλή δουλειά.

Να ακούς μουσική, να αγαπάς, να χαλαρώνεις, να νιώθεις τα πάντα πολύ. Διάλεξε το κατάλληλο τραγούδι και ζήσε τη στιγμή. Αυτό είναι η μουσική, μια ζωή λιγάκι πιο ωραία.

 

«Όταν οι λέξεις έρχονται σ’ επαφή μ’ αυτό που λέμε Μουσική, πριν απ’ όλα λιποθυμούν, ξαπλώνουν, παραδίδονται και χάνουν κάθε από φυσικού τους ενέργεια, κίνηση, ζωή. Κι ύστερα αρχίζει η περιπέτεια της μελωδίας.» Μάνος Χατζιδάκις

 

 

Συντάκτης: Ανδρέας Πετρόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου