Ξημερώνει, κι εσύ με το άνοιγμα των βλεφάρων σου καταλαβαίνεις ότι η μέρα σου δεν έχει ξεκινήσει καλά. Το προηγούμενο βράδυ βγήκες κι αφού ήπιες όλο το Βόσπορο και κατέβασες μια κάβα, ξύπνησες με δανεικό κεφάλι. Αναζητάς το κινητό σου που είναι κρυμμένο κάπου μες το σπίτι και κουδουνίζει ασταμάτητα, όπως κουδουνίζει και το κεφάλι σου μετά από ένα γερό ξενύχτι.
Κάποια στιγμή, κι ενώ ψάχνεις απεγνωσμένα για το κινητό σου κι έχεις φάει όλο το σπίτι, γυρίζεις το τζάκετ σου ανάποδα και τι να δεις; Πέφτει στο πάτωμα ένα χαρτάκι απόδειξης που εκτός απ’ τις τιμές των ποτών, έχει γραμμένο κι ένα τηλέφωνο επάνω. Αρχικά απορείς πού βρήκε το τυπάκι στιλό για να γράψει τον αριθμό του (πολύ οργανωμένο το βρίσκω) και δεύτερον γιατί να επιλέξει εσένα; Τόσοι άνθρωποι κυκλοφορούν κάθε μέρα εκεί έξω.
Κι αφού τελειώσεις τη σύντομη συζήτηση με τον εαυτό σου και θυμηθείς το πώς, το πού και το γιατί, έρχεται η ώρα να αντιμετωπίσεις την αλήθεια. Για να το έχει κάνει αυτό σημαίνει ότι του αρέσεις και θέλει να σε γνωρίσει καλύτερα. Κι έτσι, αν όχι το ίδιο λεπτό, μία απ’ τις επόμενες μέρες, θέλοντας ν’ αλλάξεις σελίδα στη ζωή σου, μακριά από σχέσεις κι ανθρώπους που σε ταλαιπώρησαν, τηλεφωνείς στον θαυμαστή σου, και κάπως έτσι κανονίστηκε και το πρώτο ραντεβού.
Το πρώτο αλλά και το μοναδικό, αφού δυστυχώς ή ευτυχώς για καλή ή κακή σου τύχη (εσύ θα το κρίνεις) δεν υπήρξε δεύτερο, καθώς μερικές φορές, οι ίδιοι που διεκδίκησαν αυτή τη συνάντηση, σαν να ‘ναι κάποιος κανόνας που ξέχασαν να σου μάθουν, εξαφανίζονται δίχως λόγο κι αφορμή μετά από ένα και μόνο ραντεβού.
Αυτό μπορεί να συμβαίνει για πολλούς και διάφορους λόγους, καθώς σ’ ένα ραντεβού πολλοί μπερδεύουν το φλερτ με την εξομολόγηση και το τραπεζάκι με το ανάκλιντρο του ψυχαναλυτή, ξεκινώντας να μιλούν για πρώην κι απωθημένα. Ποιος σας είπε ότι θέλουμε να μάθουμε τι γινόταν πριν έρθουμε εμείς στη ζωή σας; Και τέλος πάντων είναι κάπως απαγορευτικό κι αγενές οι άνθρωποι να μιλούν για τις πρώην σχέσεις τους σε κάποιον που μόλις γνώρισαν -κι ειδικότερα απ’ το πρώτο ραντεβού.
Άλλοτε, δεν είπαν κάτι που δεν έπρεπε, απλά δεν είπαν ούτε και κάτι που ν’ άξιζε να ειπωθεί, κανένα ενδιαφέρον και πολλά χασμουρητά. Γιατί είναι συχνές κι αυτές οι συζητήσεις που φαίνονται βαρετές απ’ την αρχή και ξέρεις πώς θα καταλήξουν. Βγαίνεις πρώτο ραντεβού, ας πούμε, και ξεκινάς να μιλάς για τη δουλειά. Κάτι θα πεις και για τα επαγγελματικά, ναι, αλλά εσύ μιλάς μόνο για τη δουλειά σου, για όσα έχεις καταφέρει εκεί, και για τίποτα άλλο. Ε, και κάπως έτσι, την επόμενη αναρωτιέσαι γιατί εξαφανίστηκε, αφού μίλησες αναλυτικά για την προαγωγή σου και τις αρμοδιότητές σου, τη σχέση σου με τους συναδέλφους και το καινούργιο φωτοτυπικό. Είναι κανόνας πως μετά από ένα βαρετό πρώτο ραντεβού ο ένας απ’ τους δύο (αυτός που βαρέθηκε περισσότερο) θα χαθεί.
Η αλήθεια είναι πως οι άνθρωποι καθ’ όλη τη διάρκεια ενός και μόνο ραντεβού μ’ έναν άγνωστο κρατούν μια στάση αμυντική κι επιφυλακτική, καθώς την έχουν ξαναπατήσει και δε θέλουν να αναπτύξουν προσδοκίες, ούτε να χάσουν πάλι τον χρόνο τους, σκεπτόμενοι ότι μπορεί να ‘ναι κι αυτή η φορά μια απ’ τα ίδια. Έτσι γίνονται πιο αυστηροί και λιγότερο ανεχτικοί. Αν δεν τους εντυπωσιάσεις, απορρίπτεσαι. Αν τους εντυπωσιάσεις υπερβολικά, πάλι απορρίπτεσαι, γιατί η προσποίηση κάνει μπαμ. Μπορείς, όμως, να βγάλεις τόσο άμεσα συμπεράσματα; Μήπως να το ξανασκεφτείς πριν αποφασίσεις να μην τον ξαναδείς;
Ο άνθρωπος χρειάζεται ευκαιρίες κι επαφές στη ζωή του, και μια νέα γνωριμία σε κάποια ρουτινιασμένη φάση της ζωής μας μπορεί να μας αναζωογονήσει τόσο, που κι εμείς οι ίδιοι να μην το πιστεύουμε. Να μας εμπνεύσει ένα πρόσωπο, που μέχρι χθες δεν ξέραμε, σε βαθμό που να θέλουμε ν’ αλλάξουμε και την κοσμοθεωρία μας για χατίρι του.
Είναι αυτός ο άνθρωπος που μπαίνει ξαφνικά στη ζωή μας και μπορεί να μας κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον. Που όσο πίνουμε έναν καφέ ή ένα ποτό μαζί του μας κάνει να χάνουμε την αίσθηση του χρόνου και να ξεχνάμε να αγγίξουμε το κινητό μας. Γιατί η αλήθεια είναι πως τα περισσότερα αποτυχημένα ραντεβού καταλήγουν σε ανούσιο σκρολάρισμα στα social media και σε σκέψεις, όπως αν υπάρχουν εξωγήινοι, ενώ κοιτάμε το ρολόι για να αποχαιρετήσουμε.
Αν καταφέρουμε να μην είμαστε υπερβολικοί, ανοίγοντας τα εσώψυχά μας, κι αν επίσης αποφύγουμε να κάνουμε το ραντεβού μας να χασμουριέται, υπάρχει κάτι ακόμα που πρέπει να προσέξουμε: Να μη γινόμαστε αδιάκριτοι. Βγήκαμε για να γνωριστούμε, ναι, όχι για να κάνουμε ανάκριση στον άλλο. Φυσικά κι είναι λόγος να εξαφανιστεί, αν πιάσουμε τον άλλον απ’ τα μούτρα, κάνοντας ερωτήσεις που τον φέρνουν σε δύσκολη θέση και γεννούν μια γενικότερη αμηχανία. Σιγά μη θελήσει να μας ξαναδεί.
Σε κάποια θέματα δε χρειάζεται πολύς χρόνος, φαίνονται όλα απ’ την αρχή. Αν δεν ταιριάζουμε, αν κάτι μας ξενερώνει, ένα ραντεβού φτάνει και περισσεύει για να το καταλάβουμε και δεν υπάρχει κανένας λόγος να το κουράζουμε το πράγμα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη