Σαν χώρα θα έλεγε κανείς ότι ξεθαρρέψαμε και μεγαλοπιαστήκαμε όταν αναλάβαμε να διοργανώσουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 για πρώτη φορά στην Αθήνα. Και παρ’ όλο που είμαστε ένας λαός με ιστορία εδώ και εκατομμύρια χρόνια, φαίνεται πως για τον υπόλοιπο κόσμο ήμασταν απλά αόρατοι στο ποδόσφαιρο, στο τραγούδι και στα παγκόσμια πρωταθλήματα – κι υπήρχαμε μόνο ως επιλογή στις διακοπές του τα καλοκαίρια και τα αρχαία που θα επισκεπτόταν, την χωριάτικη που θα έτρωγε στις ταβέρνες και τον μουσακά που θα του σέρβιραν στα εστιατόρια της Μυκόνου και θα τον πλήρωνε μαύρο χαβιάρι χορεύοντας συρτάκι.
Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα μια ανώτερη δύναμη ή όπως αλλιώς θες πες το μας ήθελε διαρκώς πρώτους. Πρώτους στα σκάνδαλα, πρώτους στο Ευρώ, πρώτους στο Euro, πρώτους στην Eurovision, μέχρι που κάποια στιγμή σηκώσαμε κεφάλι, καλομάθαμε στις πρωτιές και η δεύτερη και τρίτη θέση σε παγκόσμια πρωταθλήματα μας έπεσαν βαριές στο στομάχι. Και τότε άρχισαν οι γκρίνιες για το τι πήγε λάθος σ’ εκείνο τον τελικό και πήραμε λιγότερα χρυσά μετάλλια ή κακή θέση στην Γιουροβιζιονική κατάταξη και ψάχναμε να βρούμε το αίτιο σε μεσημεριανά και κάθε λογής κουτσομπολίστικα περιοδικά, καθώς κανείς δεν είχε το δικαίωμα να αποτύχει γιατί κουβαλούσαν ωσάν τον Άτλαντα όλη την χώρα στην πλάτη τους και σύμφωνα με τους έγκριτους, διαρκώς μας έφταιγαν οι άλλοι και ποτέ εμείς. Είτε επειδή οι διαιτητές αδίκησαν τον αθλητή μας και του ακύρωσαν το άλμα, είτε επειδή αδίκησαν τον καλλιτέχνη που στείλαμε μας οι κάμεραμεν γιατί δε μας χωνεύουν, έχουν μπιφ μαζί μας και δε μας έδωσαν τα σωστά πλάνα να φανεί το ρούχο και δε βγήκε εν τέλει το αποτέλεσμα που εμείς θέλαμε, κ.ο.κ.
Θα σας πω κάτι που μπορεί να σας φανεί περίεργο, αλλά είναι η αλήθεια. Τις φορές που δεν κερδίσαμε σ’ έναν διαγωνισμό ή παγκόσμια διοργάνωση σαν χώρα, απλά δεν το αξίζαμε. Κι αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να σφηνωθεί για τα καλά στο κεφάλι μας και να το ανασύρουμε διαρκώς στη μνήμη μας, ώστε να αντιληφθούμε επιτέλους ότι κάποιος άλλος είναι πολύ καλύτερος από εμάς. Φυσικά υπάρχουν και στιγμές που με αποδείξεις αδικηθήκαμε σε παγκόσμια διοργάνωση σαν χώρα, αλλά είναι ελάχιστες. Θα μου πείτε κάπου εδώ, ότι ολόκληρο Σάκη Ρουβά στείλαμε στην Eurovision και δεν κερδίσαμε. Μας το πήρε η Ρουσλάνα το έπαθλο μέσα από τα χέρια. Θα σας πω και εγώ ότι ο Σάκης μια χαρά ήταν, αλλά το τραγούδι, τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα και πολλών άλλων ήταν νερόβραστο. Γι’ αυτό κι όταν στείλαμε την Έλενα Παπαρίζου με το «My Number One» το πήραμε, γιατί τους το ξεκαθαρίσαμε εξαρχής. Άλλο να τους λέμε «Κούνα το», κι άλλο να τους δείχνουμε ότι πάμε για πρωτιά, κι ότι είμαστε νούμερο ένα. Και εκεί όμως είχαμε παρατράγουδα άφτερ πάρτι, παρ’ όλο που πήραμε την πρώτη θέση και γίναμε το νούμερο ένα της Ευρώπης. Κι όταν χάσαμε από τη Γερμανία το 2001 στα προκριματικά του Μουντιάλ, πάλι δεν είχαμε ομάδα και δεν ήμασταν έτοιμοι, ρίξαμε και εκεί αρκετή χολή, για να μη θυμηθώ το ίδιο με την Κροατία το 2007 στο Μουντιάλ ή ακόμα πιο πρόσφατο που το έχω και έντονα στην μνήμη μου, την ήττα του Τσιτσιπά από τον Τζόκοβιτς. Όταν πέρασε, όλοι χαρές και πανηγύρια ξαφνικά σ’ όλα τα social media, κι όταν έχασε, ξαφνικά τον σταυρώσαμε.
Άλλωστε είμαστε συνηθισμένοι στο να έχουμε να πούμε κάτι άσχημο, είτε τα πηγαίνουμε καλά, είτε όχι. Για παράδειγμα διάβαζα σήμερα το πρωί τα σχόλια για την παρουσία της Εθνικής μας στο μπάσκετ και παρ’ όλο που η ομάδα έδωσε τον καλύτερό της εαυτό και κερδίσαμε απέναντι στην Ιορδανία, όλο και κάτι βρήκαμε να πούμε συνδεδεμένοι από τον καναπέ του σπιτιού μας. Διάβασα σχόλια όπως: «πιο θλιβερή εθνική δεν έχω δει», «γιατί αυτή η ομάδα, να μην έχει ομάδα», «δε μας αξίζει να είμαστε έτσι» και άλλα τέτοια όμορφα. Και θέλω κάπου εδώ να θέσω το ερώτημα: «Πώς γίνεται όταν τα πάμε καλά στην Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο να βγαίνουμε να πανηγυρίζουμε και όταν δεν τα πηγαίνουμε καλά, ν’ αρχίζουμε να στολίζουμε με κοσμητικά επίθετα ο ένας τον άλλον και να δηλητηριάζουμε την προσπάθεια με τοξικότητα και κακό λόγο, αντί να είμαστε μια γροθιά;»
Θα σας πω εγώ γιατί. Γιατί ζούμε στη χώρα της «τελειότητας», όπου όλοι είμαστε πολύ καλύτεροι και ανώτεροι από τους άλλους, δεν έχουμε ανάγκη κανέναν και τα καταφέρνουμε όλα μόνοι μας. Φέρνουμε ζεστό ψωμί ακόμη κι όταν δεν υπάρχει φούρνος και δεν μπορούμε να δεχτούμε καμία ήττα από κανέναν, κολυμπάμε για να πάμε καφέδες στους τουρίστες, φορτώνουμε τα γαϊδούρια με ψυγεία, και έρχονται οι ξένοι και μας παίρνουν τις δουλειές. Μαζί με όλα τ’ άλλα είμαστε ένας λαός που διαρκώς σχολιάζει τους άλλους χωρίς να προσπαθεί να γίνει καλύτερος έστω και στο ελάχιστο.
Αντί επιλόγου: Στην τελική, μας παίζουν ροκ και τσιφτετέλι τα παιδιά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, αλλά εμείς συνεχίζουμε να κουνιόμαστε στον δικό μας ρυθμό· αυτόν της κοσμάρας μας συνδεδεμένο με Κάιρο. Κι όσοι κράζετε από τους καναπέδες σας, βγείτε για προπόνηση μέσα στη λαλάκα, έχεις δεν έχετε όρεξη, μακριά από φίλους και εξόδους, να προετοιμάζεστε έναν ολόκληρο χρόνο για να πάρετε το χρυσό και να στην λένε και από πάνω. Κι όπως λέει και μια ψυχή: «Αυτοί είστε»!
«Τη μια μας παίζουν ροκ, την άλλη τσιφτετέλι
παιδιά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη
μας ξεγελάνε με σεκλέτι και μεράκι
πνεύμα αθάνατο, σε τρώει το σαράκι».
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου