Οι ψυχολογικές επιδράσεις της επικοινωνίας μέσω των Social Μedia στην καθημερινότητά μας είναι αρκετές και πολλές φορές, μάς φέρνουν σε δύσκολη θέση όταν προσπαθούμε να τις αναλύσουμε μέσα απ’ το ψυχογράφημα ενός ατόμου. Άλλωστε, οι περισσότερες έρευνες έχουν δείξει ότι πίσω από μια δημοσίευση που θα κάνουμε στα Social Media, είτε αυτό λέγεται Instagram είτε Facebook κρύβεται ένα μοτίβο συμπεριφοράς που έχει κίνητρα, τάσεις, θέλω, ανασφάλειες και πολλά άλλα και σίγουρα κανένα ποστ δεν έχει την τυχαιότητα που συχνά του καταλογίζουμε.
Μερικοί άνθρωποι έχουν την τάση να δημοσιεύουν περιεχόμενο για τη χαρά της πρόκλησης και το τσίγκλισμα, αν θες, απέναντι στους άλλους. Συχνά βρίσκονται να παρουσιάζουν μια πολυτελή ζωή μέσω των προφίλ τους, κάνοντας εξαιρετικά έντονες δηλώσεις, προσπαθώντας να προκαλέσουν την κοινή γνώμη, είτε και συγκεκριμένα άτομα, φτιάχνοντας ένα προφίλ ανθρώπου που έχει την απολύτως τέλεια ζωή σε μια απολύτως ατελή κατά τ’ άλλα πραγματικότητα των άλλων.
Η συνεχής συντήρηση της αυτοεικόνας μας είναι μια έννοια δύσκολη και ζόρικη για πολλούς ανθρώπους και οι περισσότεροι δεν μπορούν να καταλάβουν την παγίδα που κρύβεται πίσω απ’ τα προφίλ στα Social Media. Στη σημερινή εποχή που τα δεδομένα έχουν αλλάξει, ένα πριβέ πάρτι με παραπάνω από είκοσι άτομα, γίνεται η αιτία ενός story στο Instagram και ταυτόχρονα δημιουργεί μια ελίτ ανθρώπων που -θεωρώντας πως αποτελούν εξαίρεση των πάντων- είναι υπεράνω όλων. Νόμων, συνθηκών, ακόμη και ηθικής. Κι αυτό δε σταματά εκεί, καθώς δημιουργείται πιο έντονα και σταθερά και στις προσωπικές μας σχέσεις, με στόριζ και ποστ που απευθύνονται σε πρώην νυν κι επόμενους, με αποκλειστικό σκοπό να «δουν τι έχασαν» ή τι «θα μπορούσαν να έχουν».
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει ένας πόλεμος ζήλιας με σημαία το «γιατί αυτός και όχι εγώ;». Λένε καμιά φορά να μην κάνεις ό,τι δε θέλεις να λουστείς στη συνέχεια κι εσύ ο ίδιος και η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι -για να μην πούμε όλοι- πέφτουμε στο τσίγκλισμα της δημοσίευσης στα Social Media με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σε αυτό το κυνήγι του να ανήκουμε σε μια αντίστοιχη ελίτ, ακόμη κι αν στην ουσία δε μας εκφράζει. Ακολουθούμε τις τάσεις της εποχής, παρουσιάζοντας μια ζωή ανύπαρκτη, μόνο και μόνο για να πείσουμε τους άλλους πως είμαστε καλά.
Πίσω όμως απ’ αυτές τις δημοσιεύσεις κρύβεται η διαρκής ανάγκη για συντήρηση της αυτοεικόνας μας. Κρύβεται η ανασφάλεια μήπως θεωρηθούμε λίγοι, αδιάφοροι, χωρίς να έχουμε κάτι να πούμε, μήπως καταλάβει κανείς ότι έχουμε προβλήματα που κρύβουμε κάτω από το χαλί, μήπως διακρίνει κανείς πως δεν υπάρχει η τέλεια σχέση, οι τέλειες διακοπές, πως το ποτήρι είναι γεμάτο, μα το κρασί έχει γεύση χώμα και το σούσι έχει χαλάσει. Είναι σαν να να βρισκόμαστε σε έναν διαρκή αγώνα του ποιος θα κοροϊδέψει καλύτερα ποιον και ποιος θα καταφέρει να κάνει περισσότερους να ζηλέψουν. Κι όλα αυτά από ένα και μόνο στόρι -ή καμιά πενηνταριά- στο ίνσταγκραμ.
Είναι σίγουρα ανθρώπινο να θέλουμε να συντηρήσουμε την εικόνα μας, όπως είναι και κατανοητό να υπάρχει μια μορφή αυταρέσκειας στον καθένα μας, αλλά θα πρέπει να μπαίνει το φίλτρο των κινήτρων πίσω από κάθε μας ανάρτηση. Και δε μιλάω εκ του ασφαλούς, αφού μέτρησα μία μία 37 μέρες για να μην ποστάρω κάτι από ανάγκη επίδειξης αλλά επειδή όντως ήθελα να ποστάρω, πράγμα που μου φάνηκε εξαιρετικά καινούριο ως αίσθηση.
Τα τελευταία χρόνια, η τεχνολογία μας έχει φτάσει στο σημείο να μη γνωρίζουμε ποιοι πραγματικά είμαστε μέσα απ’ τα προφίλ μας στα Social Media και γιατί ανεβάζουμε ό,τι ανεβάζουμε. Ας είναι αυτή η αρχή για να ξαναγνωριστούμε μεταξύ μας, κάτω από άλλες συνθήκες κι όχι μέσα από stories και τσιγκλίσματα στους άλλους. Εσύ πόσες μέρες μετράς άραγε;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου