Το κλάμα είναι λύτρωση. Είναι ένας τρόπος διαφυγής από καταστάσεις που μας πιέζουν καθημερινά. Είναι το ξέσπασμα από κάτι που πολλές φορές έχει γίνει η αιτία να χάσουμε ακόμα και τον ίδιο μας τον εαυτό. Τα δάκρυα σ’ ένα κλάμα μπορεί να προέρχονται είτε από χαρά είτε από λύπη. Όταν, όμως, αυτή η εκτόνωση συμβαίνει συχνά στους φίλους μας και στο οικογενειακό μας περιβάλλον, πολλές φορές μας προκαλεί νεύρα κι αμηχανία.
Το να βλέπουμε κάποιον να κλαίει δεν είναι ένα τόσο ασυνήθιστο φαινόμενο. Άλλωστε, το κλάμα είναι μια κατάσταση που για τους ψυχολόγους ανήκει στους πολύ συναισθηματικά φορτισμένους ανθρώπους κι η αλήθεια είναι πως οι άνθρωποι είμαστε οι μόνοι επάνω στον πλανήτη Γη που κλαίμε για συναισθηματικούς λόγους κι είμαστε τόσο ευσυγκίνητοι.
Υπάρχουν κι αυτοί οι άνθρωποι, όμως, που κάπως αποσυντονίζονται, θολώνουν και δείχνουν σαν να εκνευρίζονται, όταν κλαίει κάποιος μπροστά τους. Ίσως είναι οι ίδιοι που πιστεύουν ότι το κλάμα είναι αδυναμία και πως γεννάει την αυτολύπηση. Άτομα (εξωτερικά τουλάχιστον) ψυχρά κι ατσαλάκωτα, άκαμπτα, που δε φαίνονται ιδιαίτερα συναισθηματικά, σίγουρα όχι όσο κάποιοι άλλοι. Ίσως να μην έχουν κλάψει και ποτέ στη ζωή τους, όσο κι αν έχουν φτάσει στα όριά τους, ή ίσως απλά να μην το παραδέχονται, να το κρατούν μόνο για τον εαυτό τους. Αυτή η δική τους ψυχραιμία, που με κόπο κατέκτησαν, παρουσιάζει κάποιου είδους αλλεργία μπροστά στην ανεξέλεγκτη ευαισθησία, μπροστά σε ‘κείνους που ονομάζουν «κλαψιάρηδες», αυτούς που στα μάτια τους μοιάζουν ανήμποροι να διαχειριστούν καταστάσεις δίχως ένα ψήγμα μίρλας.
Καταλήγουν, έτσι, πολλές φορές να μοιάζουν, με τον απότομο τρόπο τους, ανάλγητοι κι αγενείς, επειδή δεν ξέρουν πώς να σε παρηγορήσουν, κι όχι γιατί δε θέλουν να σου σταθούν και να σου δώσουν μια συμβουλή. Απλά δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν τέτοιες καταστάσεις. Μην ξεχνάμε πως μιλάμε για ανθρώπους που δεν είναι εξοικειωμένοι με το κλάμα, που δεν το επιτρέπουν και δεν το συγχωρούν ούτε στον εαυτό τους, που σε μια αποτυχία δεν το έβαλαν κάτω και δε φορτίστηκαν συναισθηματικά όπως οι υπόλοιποι, αλλά πείσμωσαν κι έγιναν πιο δυνατοί.
Οι άνθρωποι αυτοί, φυσικά, και δεν είναι αναίσθητοι. Ερωτεύονται, προσέχουν τους σημαντικούς τους άλλους παραπάνω κι απ’ τον ίδιο τους τον εαυτό, γίνονται φάρος κι ανοίγουν δρόμους για τους φίλους τους. Δε γεννήθηκαν, όμως, για να χαϊδεύουν αφτιά και να παριστάνουν τις παρηγορήτρες των άλλων. Θα πουν, επομένως, τα πράγματα με τ’ όνομά τους, όσες φορές κι αν χρειαστεί, όσο κι αν αυτό πληγώσει κάποιους.
Έτσι έμαθαν κι έτσι πορεύονται στη ζωή τους. Να λένε «Θα τα καταφέρω, τώρα έχω πεισμώσει» όταν τα πράγματα ζορίζουν, και τα μάτια τους να γεμίζουν μόνο δίψα για να πετύχουν, σίγουρα όχι δάκρυα. Αυτό δεν τους κάνει αδιάφορους. Συνήθως εκείνοι είναι πραγματικά κοντά μας, κι ας μη μας προσφέρουν έναν ώμο για τα αναφιλητά μας αλλά ένα σχέδιο δράσης, μια λύση και μια εναλλακτική.
Γιατί θυμώνουμε μαζί τους; Γιατί δεν είναι ίδιοι με εμάς; Πρέπει να αποδεχόμαστε τους ανθρώπους όπως είναι. Όπως δε θα κατηγορήσουμε έναν εσωστρεφή άνθρωπο γιατί δεν ανοίγεται εύκολα, έτσι δεν πρέπει να κατηγορούμε κι αυτούς τους χαρακτήρες, όταν τα χάνουν μπροστά στα ξεσπάσματά μας. Οι δυναμικοί άνθρωποι, εξάλλου, είναι οι πιο ευάλωτοι κι ευαίσθητοι με την πιο σκληρή πανοπλία.
Να τους καταλαβαίνεις, να θυμάσαι, όμως, κι αυτό που είχε πει κάποτε κι ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: «Κανένας δεν αξίζει τα δάκρυά σου, αλλά όποιος και να τ’ άξιζε, δε θα σε έκανε να κλάψεις.»
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη