Άλλο ένα σαββατόβραδο σε βρίσκει αναποφάσιστο στον καναπέ του σπιτιού σου, με τις προτάσεις των φίλων σου να πέφτουν βροχή για εξόδους και ξενύχτια στα μηνύματα κι εσύ να μην ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις. Αν μπορούσες, βέβαια, και δε σε κόμπλαρε το κράξιμο και το ελαφρώς πρήξιμο που θα ακολουθούσε, μάλλον θα διάλεγες έναν ύπνο δίχως αύριο κι όταν πια θα ξυπνούσες, θα έπινες τον πρώτο καφέ της μέρας στο κέντρο χαζεύοντας τους περαστικούς.
Έχουμε, όμως, αυτούς τους μικρούς τυράννους (κι ήρωες μαζί) που μας τραβάνε στα ξενύχτια τους. Συμπρωταγωνιστές στα stories τους, τσουγκρίζοντας όλη νύχτα σφηνοπότηρα, μας ξεχωρίζεις από μακριά. Ντυμένοι στην πένα να κάνουμε καραγκιοζιλίκια και σίγουρα να μην περνάμε απαρατήρητοι με τις φωνές μας.
Ακόμα κι αν ξεκινήσαμε για ένα χαλαρό ποτάκι, όταν βγαίνουμε με την παρέα όλοι ξέρουμε πως δε θα γυρίσουμε σπίτι αν πρώτα δεν έχει βγει ο ήλιος για τα καλά. Γι’ αυτό πλέον κουβαλάμε πάντα μαζί μας γυαλιά για το πρωί. Γιατί παρέα θα χαζέψουμε την ανατολή, θα φωτογραφηθούμε με μούτρα μεθυσμένα κι εκεί κάπου, ανάμεσα σε γέλια και ζαλάδα, θα ξεκινήσουν και τα πρώτα γουργουρητά.
Γιατί, κάποια στιγμή, τα ποτά τελειώνουν κι αφού έχεις ξεβιδωθεί στον χορό όλο το βράδυ, ένας άλλος χορός, εκείνος του στομαχιού σου που πεινάει και παίζει τουμπελέκι, κάνει την εμφάνισή του. Όσο fit κι αν είμαστε, κι όσο κι αν γενικά προσέχουμε, όπως και να το κάνουμε, μια μπουγάτσα, μια τυρόπιτα, ένα σάντουιτς ή γενικά κάτι σφολιατοειδές, μετά το ξενύχτι και το αλκοόλ, επιβάλλεται.
Είναι κάτι σαν άγραφος νόμος, η έξοδος να τελειώνει πάντα με γουρουνιά. Απλά περιμένετε τον πρώτο που θα πει τη φράση-κλειδί «Παιδιά, πεινάω!» και μ’ ένα βλέμμα συνωμοτικό όλοι ξέρετε τη συνέχεια. Εξαρχής, δηλαδή, ξέρατε πως εκεί θα καταλήξετε.
Κατευθύνεστε, λοιπόν, προς το μπουγατσάδικο με βήμα γοργό και τα σαλάκια ήδη να τρέχουν απ’ τις μυρωδιές, για να συναντήσετε μια ουρά μέχρι έξω. Ναι, προφανώς και δεν είχατε μόνο εσείς αυτήν την ιδέα. Ανάμεσα στους λιγοστούς πρωινούς τύπους, που έκαναν στάση για καφέ πριν τη δουλειά, βλέπεις παρουσίες οσκαρικές, τύπους με πουκάμισα (πλέον τσαλακωμένα) και τύπισσες με ψηλοτάκουνα, όλοι σε πλήρη αποσύνθεση. Οι μεν κοιτούν κάπως περίεργα τους δε. Οι δε πέρα βρέχει. Χορεύουν, τραγουδούν και χασμουριούνται.
Περιμένετε πώς και πώς να ‘ρθει η σειρά σας, ενώ παρακαλάτε από μέσα σας να μην πάρουν την τελευταία ζαμπονοτυρόπιτα. Κι όταν έρχεται επιτέλους η ονειρική στιγμή να παραγγείλετε, χαζεύετε τις σφολιάτες λες και κοιτάτε βιτρίνα με παπούτσια. Με τα πολλά, καταλήγετε στο τι θέλετε, παίρνετε κι ένα σοκολατούχο γάλα από το ψυγείο (αχτύπητο δίδυμο, ίσως κατάλληλο και για αποκριάτικο πάρτι, σερπαντίνα loading) κι αράζετε σ’ ένα τραπεζάκι.
Βγάζετε selfies με τις μπουγάτσες στο χέρι, κάνετε ανασκόπηση της βραδιάς και πετάτε το ένα μαργαριτάρι μετά το άλλο. Σε ‘κείνη τη φάση, αν σε ρωτούσαν ποια είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας, παίζει και ν’ απαντούσες με σιγουριά «Είναι η Λιβαδειά!». Γελάτε με τα χάλια σας και γίνεστε, χωρίς να το καταλάβετε, μία παρέα με τους υπόλοιπους ξενύχτηδες, κάνοντας μέτωπο απέναντι στους αυστηρούς κουστουμάτους που πάνε γραφείο και σας κοζάρουν περίεργα. Και τα λοξά βλέμματα συνεχίζονται και μέσα σε λεωφορεία και μετρό, όσο εσείς κατευθύνεστε προς το σπίτι, με την πλειοψηφία να πηγαίνει στις δουλειές της. Δύο κόσμοι συναντιούνται.
Λυμένες γραβάτες, πουκάμισα, μαλλιά ατημέλητα, ψίχουλα στα ρούχα, σάλτσες στα χείλη και τα τακούνια στο χέρι είναι μόνο λίγες απ’ τις εικόνες που συνθέτουν το τοπίο ενός σωστού ξενύχτη. Γιατί το ξενύχτι το τίμιο, το πετυχημένο, εκτός όλων των άλλων, θέλει κακάο κι αλμυρό στις έξι το πρωί. Νόμος.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη