Δεν έχουν σημασία μόνο αυτά που ζήσαμε. Ίσως μεγαλύτερη σημασία έχουν αυτά που δε ζήσαμε, όπως είπε κι ο Καβάφης. Για πόσο, όμως, μπορεί ένας άνθρωπος να ζει τόσα χρόνια μ’ αυτό το ανεκπλήρωτο που καταπιέζει το μέσα του και δεν αφήνει να ειπωθεί σε κανέναν; Ν’ αναπολεί αυτά τα αμέτρητα καλοκαίρια που μοιράστηκαν κάποτε μ΄έναν έρωτα σε κάποιο νησί. Η μνήμη του να τρέχει πάντα σ’ εκείνες τις μαγευτικές νύχτες της δικής τους εποχής, σ’ εκείνα τα διεισδυτικά βλέμματα που συναντιούνται παραλύοντας από την ένταση των συναισθημάτων με λέξεις να αιωρούνται χωρίς ποτέ να λέγονται. Αυτά τα ατελείωτα ξημερώματα συντροφιάς μ’ ένα σωρό τραγούδια που να θυμίζουν συναρπαστικές στιγμές αράγματος μαζί με μια παρέα.

Μέρες που πέρασαν μαζί κι άφησαν πίσω έντονα συναισθήματά και μια γλύκα που παραμένει αναλλοίωτη μέχρι και σήμερα. Το μυαλό κολλημένο εκεί, στα άφθονα γέλια, στα χρόνια του εφηβικού έρωτα κι ας προχώρησαν κάποτε οι ζωές. Μπορεί ένας έρωτας που παραμένει ακόμη σ’ ένα καλά κλειδωμένο συρτάρι να είναι στα κρυφά ένα κομμάτι της μυστικής ψυχής και παράλληλα ένα ολότελα ζοφερό μυστικό. Μπορεί να συνεχίζει τη ζωή του, να βγαίνει, να διασκεδάζει, να χαμογελά, να ζει, μα η καρδιά ν’ ανήκει σ’ ένα και μόνο πρόσωπο. Βλέπεις, το άναρχο μυαλό δεν παύει ποτέ να το σκέφτεται. Ίσως και να είναι από εκείνες τις σχέσεις που δεν περνά μέρα που να μη μιλήσουν στο τηλέφωνο, που να μην ανταλλάξουν μηνύματα, κρατώντας έτσι μια επίπονη κι απαραίτητη επαφή. Τους δένουν τόσα πολλά.

Κι έτσι, μπορούν οι έρωτες να μην τελειώνουν ποτέ χωρίς καν να έχουν αρχίσει με το να μοιράζονται τις ανησυχίες τους, να εκμυστηρεύονται τα μυστικά τους, να εκφράζουν τις σκέψεις τους και να μαλώνουν σε κάθε διαφωνία. Να φτιάχνουν ο ένας τη διάθεση του άλλου. Αυτή η συχνή και στενή επαφή δεν αφήνει τους ανθρώπους να ξεχάσουν κι ο ήχος της καρδιάς, φωνάζει ονόματα τα βράδια. Ίσως σκέφτονται, πως μακάρι να ‘τανε αλλιώς τα πράγματα. Κι όσο αποφασιστικοί και δυναμικοί χαρακτήρες κι αν είναι, δεν μπορούν να εκφράσουν και να πουν την αλήθεια τους, δεν τολμούν ν’ ανοίξουν τα εσώψυχά τους και να μιλήσουν ανοιχτά. Να μοιραστούν μοναδικά μυστικά που παραμένουν χρόνια στην αφάνεια, πως είναι βαθιά ερωτευμένοι.

Αυτά τα δύο γράμματα, αυτή η υποθετική ερώτηση που κάνει τους ανθρώπους να διερωτώνται πώς θα ήταν, όταν ποτέ δεν το έχουν γευτεί και μένουν με την απορία να τους τρώει αργά και σταθερά. Κι ο πόνος στο υποσυνείδητο, αυτός του «αν», να ξεχειλίζει, όσο καρτερούν εκεί από φόβο μήπως χαλάσει αυτή η φιλία που μαζί χτίσανε, τόσο βαθιά κι ουσιαστική που τρέμουν στην ιδέα μήπως και χαθούν αν μιλήσουν. Αυτό το μακρινό κι έντονο, όταν ξέρεις πως έχεις έναν άνθρωπο να σ’ ακούσει και να τρέξει δίπλα σου σε κάθε δυσκολία, χωρίς να τον έχεις κιόλας. Αυτή η αυτοσυγκράτηση, που δεν αφήνει να παλέψεις, κι όλο σε σπρώχνει μακριά από αυτό που αγαπάς, από φόβο μην περιπλέξεις τα πράγματα. Τι θα γίνει στο μέλλον; Ίσως τα πράγματα αλλάξουν. Μακάρι όλα να ήταν αλλιώς εξ αρχής.

 

ΥΓ: Μην πεις την αλήθεια σου όταν θα ‘ναι πια αργά.

Συντάκτης: Ρεβέκκα Κωνσταντίνου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου