Αδέρφια, λέξη ιερή και πολύτιμη. Μια άρρηκτη σχέση που δοκιμάζεται χρόνια, κάποιες φορές με απέραντη αγάπη κι άλλοτε με κρυφή ζήλια, με θυμό κι ανταγωνισμό. Παρ’ όλα αυτά είναι μερικοί φόβοι, ανησυχίες και σκέψεις μας που ποτέ δε μοιραστήκαμε μαζί τους. Kι ίσως να μην το κάνουμε και ποτέ, ακόμα κι αν κάτι μέσα μας θέλει όσο τίποτα, να τους πούμε κάποια από τα παρακάτω.

Σίγουρα, μεγαλώνοντας αναθεωρούμε, ωριμάζουμε κι έχουμε την ανάγκη να νοιαζόμαστε, αφού βλέπουμε πλέον τα πράγματα από άλλη σκοπιά. Όσο, όμως, ήμασταν παιδιά ως πιο ανώριμα και καθόλου μπασμένα στη ζωή, δε διστάζαμε να επιδιώκουμε την προσοχή των γονιών μας ξεσπώντας σχεδόν πάντα στ’ αδέρφια μας. Ζηλεύαμε και τείναμε να μαλώνουμε με τα πιο μικρά που ξαφνικά εισέβαλαν στη ζωή μας παίρνοντας τα ινία και με τα μεγαλύτερα, που όλα τα ήξεραν και μας έκαναν τους δασκάλους, μας πήραν και το καλό δωμάτιο. Κι ας έλεγαν οι γονείς μας πως έπρεπε να είμαστε αγαπημένοι, εμείς εκεί κάποιες φορές νιώθαμε πως αυτό είναι απλά αδύνατον. Και τώρα, έχουμε κάποιες τύψεις.

Επίσης, ποτέ δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε πως τα αδέρφια μας, μπορεί να έκαναν τους ξερόλες, όμως ό,τι έκαναν το έκαναν με σκοπό να μην επαναλάβουμε τα δικά τους λάθη. Μέχρι που ερχόταν εκείνη η στιγμή που τρώγαμε τα μούτρα μας, και που δεν είχαμε λάβει υπόψη τα λόγια του «δασκάλου». Τα βρήκαμε μπροστά μας όλα, ένα προς ένα, και ποτέ δεν τους είπαμε πως είχαν δίκιο. Η ανάγκη εφηβείας να ξεχωρίσουμε, δε μας άφηνε να σκεφτούμε καθαρά παρά μόνο τους κρίναμε. Έτσι, πολλές φορές νιώσαμε αχάριστοι, λίγοι μπροστά στα αδέρφια μας, με έναν φόβο πως τελικά απογοητεύσαμε τ’ αδέρφια μας, που θέλησαν να μας προστατεύσουν.

Με τον καιρό, ξύπνησε και μια καινούργια ανησυχία στο μυαλό μας, ως προϊόν όλων αυτών των κακών εμπειριών που και οι ίδιοι δε μοιραστήκαμε.  Μεγαλώνοντας, τρέμουμε στην ιδέα πως ίσως τα αδέρφια μας είναι σε μια σχέση ή σε ένα γάμο που ίσως δεν τους γεμίζει, δεν περνούν καλά, δεν τους φέρονται με σεβασμό, ενδεχομένως ακόμα και να κακοποιούνται συναισθηματικά ή σωματικά και μας το κρύβουν. Ο φόβος αυτός στριφογυρίζει το μυαλό μας και προσπαθούμε με τον τρόπο μας να δείξουμε πως εκείνο το buzzer βοηθείας και παρηγοριάς, είναι πάντα ανοιχτό, για να το πατήσουν μόλις νιώσουν απειλή ή κάθε φορά που κάτι τους στεναχωρεί.

Δεν τους είπαμε ποτέ πως περνάει από τις σκοτεινές μας σκέψεις και το περιουσιακό κομμάτι, μέσω του φόβου μήπως κάποια στιγμή μαλώσουμε όπως κάποιοι άλλοι που ξέρουμε για κληρονομιές, μήπως εμείς πάρουμε κάτι περισσότερο κι αδικηθούν και πόσο χάλια θα νιώθουμε αν συμβεί κάτι τέτοιο. Ένας φόβος πολύ μικρότερος μπροστά στον φόβο του τι θα γίνει όταν χάσουμε τους γονείς μας και θα είμαστε μόνο ο ένας για τον άλλον κι αν αυτή η κόλλα μεταξύ μας χαθεί διαπαντός.

Δεν τους είπαμε ποτέ πως τώρα που μεγαλώσαμε, δε μας νοιάζει και δεν ανησυχούμε που μας παίρνουν τα ρούχα ούτε αν μας λέρωσαν τα παπούτσια. Τώρα στεναχωριόμαστε που δε βρίσκουμε όσο χρόνο θα θέλαμε για αράζουμε μαζί και να μιλάμε ώρες ολόκληρες. Δεν τους είπαμε πως, τώρα στεναχωριόμαστε αν κάποιο από τα αδέρφια μας μένει μακριά και δεν μπορούμε όποτε θέλουμε να αγκαλιαστούμε, να κάνουμε ένα πείραγμα, να πιούμε έναν καφέ. Πως όσα στέλνουμε μέσα από οθόνες, στέλνοντας εικονικά φιλιά και αγκαλιές, συνοδεύονται κι από ένα βούρκωμα, περιμένοντας καρτερικά τα καλοκαίρια ή τις γιορτές για να ανταμώσουμε κι ανησυχώντας κάθε μέρα για το πώς νιώθουν, πώς ήταν η μέρα τους κι αν όλα βαίνουν καλώς.

Αυτό όμως είναι η αδελφική αγάπη, κρυφή, σιωπηλή, υπομονετική όμως απέραντη κι αναντικατάστατη, που αψηφά τείχη, βουνά και συμπληγάδες, για να γίνει ένα ανά πάσα στιγμή. Γίνεται Superman, έτοιμη να τα βάλει με όποιον μας πειράξει και μας πιάνει από το χέρι, ακόμα κι αν δε μας εξηγεί ποτέ γιατί. Γιατί τα αδέρφια μπορεί να μη λένε όσα θα ήθελαν, μα κατά βάθος πάντα ξέρει το ένα για το άλλο, τόσα κι άλλα τόσα.

Συντάκτης: Ρεβέκκα Κωνσταντίνου