Σχεδόν όλοι στη ζωή μας λέμε αρκετά ψέματα, συχνά χωρίς τύψεις, όμως δεν είναι όλα τα ψέματα το ίδιο. Άλλα μεγάλα και κάποια άλλα πιο αθώα, διαμορφώνουν κατά κάποιο τρόπο το είδος των σχέσεών μας και τη διαφάνεια ή μη που τις διέπει. Έρευνα από επαγγελματίες ψυχολόγους, όπως αναφέρεται στο Psychology Today, λέει ότι το 95% από εμάς υπολογίζεται πως λέμε ψέματα κάθε εβδομάδα.
Ακούγοντάς πως κάποιος έχει πει ψέμματα, κρίνεται ως μια πράξη ανήθικη και μη ανεκτή, ενώ πολλές φορές ο ψεύτης κρίνεται αρνητικά και χάνει την αξιοπιστία του. Όχι όμως στην περίπτωση των “blue lies”. Ο όρος αυτός, αρχικά επινοήθηκε για να περιγράψει ψέματα που είπαν Αμερικανοί αστυνομικοί. Συγκεκριμένα, ο Carl Klockars χρησιμοποίησε τον όρο προκειμένου να προστατεύσει τους φυλακισμένους από την επιβολή ποινής του νόμου με σκοπό να επιτύχει τη συμμόρφωσή τους, χωρίς να καταφύγει σε βία. Ο λόγος που ονομάζονται «μπλε ψέματα», παρεμπιπτόντως, έχει προκύψει από τις μπλε στολές τους, και η βάση τους είναι η διάθεση να προστατεύσεις κάποιον λέγοντάς τα, με τη δύναμη ή την εξουσία που διαθέτεις.
Στη συνέχεια, ο όρος γενικεύτηκε και πλέον χρησιμοποιείται για να περιγραφούν αυτά που λέμε λόγω έλλειψης αυτοπεποίθησης όταν θέλουμε να ανήκουμε σε μια ομάδα. Με τα μπλε ψέματα, αναζητούμε την αποδοχή και το αίσθημα ασφάλειας που προέρχεται από την ιδιότητα του μέλους μιας ομάδας και κατ’ επέκταση σήμερα η έννοιά τους έφτασε να σημαίνει κάθε ψέμα που θεωρείται ηθικά σωστό κι επιτρεπτό θέλοντας να ωφελήσει το σύνολο. Κύριος στόχος ενός τέτοιου ψέματος δεν είναι να βλάψει, αλλά να ενισχυθούν οι δεσμοί μεταξύ των μελών της ομάδας. Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι αποκαλούν αυτά τα ψέματα «φιλοκοινωνικά». Χρησιμοποιούνται επίσης αρκετά και στην πολιτική, μιας και θεωρούνται αναγκαίο κακό και μάλιστα από ορισμένους αποκαλείται «τέχνη».
Τα μπλε ψέματα δείχνουν στα μέλη της ομάδας ότι κάποιος είναι συνεργάσιμος, πιστός και αξιόπιστος και γι’ αυτόν τον λόγο, οι μπλε ψεύτες αγκαλιάζονται από το σύνολο. Γενικώς δηλαδή τα αποδεχόμαστε σιωπηρά, όταν θέλουμε να προωθήσουμε τη δική μας ομάδα –είτε πρόκειται για το πολιτικό μας κόμμα είτε για την αγαπημένη μας αθλητική ομάδα– σε βάρος μιας άλλης. Στη δουλειά, για παράδειγμα, μπορείς να πεις ψέματα στον θυμωμένο εργοδότη σου για ένα λάθος που έκανε συνάδελφος, για να σώσεις τη φήμη του τμήματός σου, ώστε να μη βγει προς τα έξω κάτι αρνητικό κι αρχίσουν τα κουτσομπολιά. Με άλλα λόγια είναι η κινητήριος δύναμη της προσπάθειας ενός ατόμου να ανταποκριθεί στις περίπλοκες απαιτήσεις της κοινωνίας. Κι είναι τόσο διάχυτα που ακόμη και πρώην εισαγγελείς τα χαρακτήρισαν ως κοινά και διαδεδομένα.
Οι ηθικές μας θέσεις για το ψέμα, σαφώς, διαμορφώνονται όταν αναλογιζόμαστε ποιος επηρεάζεται από το ψέμα. Τα ψέματα που μας υποστηρίζουν κι αυτά που βλέπουμε ως καλά και σωστά είναι μια χαρά. Τα ψέματα που βλάπτουν όσους βρίσκονται στην άλλη πλευρά -τους κακούς μας αντιπάλους- είναι επίσης αποδεκτά. Άρα και σε αυτήν την περίπτωση, δημιουργείται μία γκρίζα ζώνη περί ηθικής που είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή. Οι άνθρωποι που καταφεύγουν σε μπλε ψέματα, ενδέχεται να προσπαθούν να πείσουν τους εαυτούς τους για τα οφέλη που προκύπτουν από την τήρηση κάποιων ιδεών, φτιάχνοντας μια επίπλαστη πραγματικότητα ασφάλειας. Ασυνείδητα ή μη, η αφετηρία και η ένταση με την οποία λέγονται, μπορεί και να οφείλεται στο πόσο δύσκολο είναι να ακολουθήσει κανείς μια οδηγία ή να δεχθεί μια πραγματικότητα. Και τότε και πάλι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Όπως φαίνεται, το ψέμα μπορεί να ενισχύσει τους δεσμούς. Αν μιλάμε για τα “blue lies” ίσως και να μπορείς να τα πεις ή να τα ακούσεις άφοβα, αφού στην τελική έχουν καλές προσθέσεις. Το θέμα είναι τι γίνεται όταν κι αυτά γίνουν ένας καλύτερος και πιο βολικός τρόπος να διαχειρίζεσαι την πραγματικότητα, από την ίδια την αλήθεια.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου