Μέτρα:

Ένα, δύο, τρία παίρνω ανάσα. Χάνομαι στον αβλέμονα των πέντε μου αισθήσεων και καταδύομαι μ’ εκείνη την ανάσα που έκλεψα από το δικό σου στόμα και τώρα είναι δική μου. Κλείνω τα μάτια μου σφιχτά, σφραγίζω το στόμα μου ερμητικά να μη χάσω την ανάσα σου. Απλώνω τα χέρια μου κι αγγίζω το στέρνο σου χαράζοντας παράλληλα με τα ακροδάχτυλά μου μία προς μία πάνω του τις πέντε μου αισθήσεις. Εκείνη της ΌΡασης, της Γεύσης, της ΑκοήΣ, της αφής, Με τελευταία την ΌΣφρηση. Μετράω… ένα, δύο, τρία. Και χάνομαι.

 

Όραση

Το φως της νύχτας τρυπώνει από τις γρίλιες του μισόκλειστου παράθυρου και μπλέκεται με το φως του σκονισμένου πορτατίφ πάνω στο κομοδίνο, δεξιά από το κρεββάτι. Το ακριβό σου ρολόι, ένα δικό μου βραχιόλι κι ένα πακέτο τσιγάρα είναι ακουμπισμένα στο αριστερό κομοδίνο ενώ ακριβώς δίπλα, από το μπράτσο μιας καρέκλας κρέμονται άτσαλα το φόρεμά μου κι η ζώνη σου. Λίγο πιο πέρα τα υπόλοιπα ρούχα μας κείτονται σαν κουβάρι στο πάτωμα δίπλα από το κρεβάτι. Σηκώνω λίγο τα μάτια μου, που τα είχα τόση ώρα καρφωμένα στα δικά σου, και παρατηρώ στον καθρέφτη τα είδωλά μας. Δύο κορμιά μπλεγμένα να πάλλονται ρυθμικά πάνω σ’ ένα κρεβάτι με φόντο μια παλιά ταπετσαρία, στον τοίχο πίσω από το προσκέφαλο του κρεβατιού, όπου μετά βίας μπορούσες να διακρίνεις τα σβησμένα από τον χρόνο γεωμετρικά σχέδια ενώ η υγρασία που είχε περάσει από μέσα της την έχει φουσκώσει άτακτα σε διάφορα σημεία κι έμοιαζε έτοιμη να σκιστεί. Αδύναμη στάθηκε μπροστά στον χρόνο κι ακόμα πιο αδύναμη απέναντι στην υγρασία των τόσων κορμιών στα οποία έγινε μάρτυρας σε αυτό το δωμάτιο του φθηνού ξενοδοχείου -σκέφτομαι -και συνεχίζω να κοιτάζω τα κορμιά μας να πάλλονται ρυθμικά μέσα από τον καθρέφτη, ο οποίος έχει αρχίσει ήδη να θαμπώνει αμυδρά από τις ανάσες μας.

 

Γεύση

Παίρνω το βλέμμα μου από τον καθρέφτη και σε κοιτάζω στα μάτια. Βλέπω να περνάνε μέσα τους αποσπάσματα από τις πριν λίγο στιγμές μας σαν ταινία γυρισμένη σε review. Γλείφω τα χείλη μου και σκύβω πάνω από το στόμα σου ψάχνοντας ν’ ανακαλύψω στο ημίφως τη γλώσσα σου. Το στόμα μου έχει κρατήσει μια μεταλλική γεύση από το μέτρημα σημείων που είχε κάνει πάνω στο κορμί σου λίγο πριν και ταράζεται σε κάθε θύμησή του. Ένα μέτρημα αέναο. Ένα μέτρημα-καταγραφέας της γεύσης που είχε το κάθε σου κύτταρο χωριστά. Μέσα σ’ αυτό το μέτρημα πάλευα να πνίξω τη δίψα μου, άλλα μάταια. Την ίδια αδιάλειπτη δίψα νιώθω και τώρα, έτσι όπως έχω κολλήσει το στόμα μου στο δικό σου ενώ οι γλώσσες μας χορεύουν αγκαλιά, αδύναμες να χωριστούν. Οι γεύσεις μας από τα μετρήματα που έκανε λίγο πριν ο ένας πάνω στο κορμί του άλλου συναλλάσσονται στα στόματά μας και νιώθω την πρώτη υγρασία ανάμεσα από τους μηρούς μου να διαχέεται ζεστή πάνω σου. Ένα βογκητό διαφεύγει μαζί με μια ανάσα μου, αναγκάζοντάς με επιτακτικά να δαγκώσω τα χείλη σου, να σηκώσω τον κορμό μου κάθετα προς τα σένα αφήνοντας το στόμα μου ανοιχτό κι ακόμα πιο διψασμένο από πριν.

 

 

Ακοή

Βήματα, γέλια, πόρτες ν’ ανοιγοκλείνουν στον διάδρομο του ξενοδοχείου, μια σειρήνα από ένα ασθενοφόρο που περνάει ακριβώς κάτω από το παράθυρο του δωματίου, δημιουργεί στ’ αυτιά μου συνεχείς εμβολές οι οποίες καταλήγουν στα μηνίγγια μου και κάνουν το κεφάλι μου να βουίζει όλο και πιο δυνατά από την ένταση της στιγμής. Τα βογκητά από το διπλανό δωμάτιο διαπερνούν τον τοίχο και συναντούν τα δικά μας προκαλώντας τα λαρύγγια μας σε μια μάχη ποιος θα καταφέρει να καλύψει τον ήχο από τη σειρήνα του ασθενοφόρου. Πρόστυχες λέξεις βγαίνουν από το στόμα σου και διατάζουν το κορμί μου να πιέσει έτσι όπως είναι από πάνω σου όλο και πιο δυνατά το δικό σου. Εκείνο έρμαιο των ήχων υπακούει και πιέζει όλο και περισσότερο ώστε να κερδίσει την καλύτερη δυνατή διείσδυση ενώ ταυτόχρονα κερδίζει και τη μάχη των βογκητών καλύπτοντας τον ήχο της σειρήνας του ασθενοφόρου. Πλέον ακούγεται ξέπνοη σε σχέση με τους ήχους και τις λέξεις που βγαίνουν από τα στόματά μας.

 

Αφή

Τα νύχια μου σαν από άγριο ζώο μπήγουν τη σάρκα στα μπράτσα σου και χαράζουν πάνω στο δέρμα σου διάσπαρτες νυχιές. Αρπάζω με την παλάμη μου το πρόσωπό σου ψηλαφίζοντας σαν τον τυφλό με τα δάχτυλα να βρω το στόμα σου ώστε να νιώσω στις άκρες τους τη γλώσσα σου. Όλο μου το κορμί φλέγεται κι η καρδιά μου χτυπάει δυνατά έτοιμη να σκίσει το δέρμα και να βγει έξω από το σώμα. Όπως σαν τη φωτιά που καίει μπροστά της ό,τι βρει και σταματάει μόνο όταν δε βρει άλλη καύσιμη ύλη να κάψει, έτσι ακριβώς νιώθω το κορμί μου. Απομακρύνω μια τούφα από μαλλιά μου που έχει κολλήσει από τον ιδρώτα στο μέτωπό μου κι αγγίζω τα ξεραμένα μου χείλη βάζοντας παράλληλα δύο δάχτυλα μέσα στο στόμα μου. Διαπιστώνω ότι ίχνος από σάλιο δε μου έχει απομείνει. Αποστραγγισμένη συνεχίζω με τα μάτια κλειστά να ψηλαφίζω με βίαιες κινήσεις το κορμί σου, αγγίζοντας  ταυτόχρονα και το δικό μου. Το μόνο υγρό στοιχείο που νιώθω να κυλάει μέσα μου και είναι έτοιμο να ξεσπάσει είναι αυτό βρίσκεται ανάμεσα από τους μηρούς μου. Βυθίζομαι μέσα σου δυναμώνοντας τον ρυθμό. Βυθίζομαι όσο πιο δυνατά και βίαια μπορώ. Τα χέρια μου πλέον δεν αγγίζουν κορμιά αλλά σφίγγουν σαν μέγγενη το σεντόνι. Ανοίγω τα μάτια μου διάπλατα. Το σώμα μου τεντώνεται σαν άκαμπτο ξύλο ενώ παράλληλα νιώθω να με διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα κι ένας χείμαρρος ξεσπάει μέσα μου χύνεται πάνω σου δαμάζοντας τη φωτιά. Μέτρα. Παίρνω ανάσα…μία, δυο, τρεις και χάνομαι.

 

Όσφρηση

Ξαπλώνω τον κορμό μου πάνω στο στέρνο σου κι εναποθέτω όλο το βάρος του σώματός μου σε σένα. Ακουμπάω μια ανάσα μου πάνω στη βάση του λαιμού σου ενώ ταυτόχρονα με τη μύτη μου ρουφάω λαίμαργα την μπερδεμένη μυρωδιά από το άρωμά σου κι εκείνο του ιδρώτα σου. Συνεχίζω να ταξιδεύω με τη μύτη μου πάνω στο κορμί σου προσπαθώντας να καταγράψω όσο πιο δυνατά μπορώ τη μυρωδιά σου στα εγκεφαλικά μου κύτταρα αλλά ανακατεύεται μαζί με τη μυρωδιά από την υγρασία της νύχτας- έχει εισβάλλει από τις γρίλιες του μισόκλειστου παραθύρου.

Μια κόρνα αυτοκινήτου ακούγεται απ’ έξω. Ο καθρέφτης στέκει σιωπηλός αντικατοπτρίζοντας την παλιακή ταπετσαρία. Απλώνεις το χέρι σου στο κομοδίνο. Παίρνεις το πακέτο με τα τσιγάρα ενώ ταυτόχρονα τραβάς το σχοινάκι που κλείνει το πορτατίφ. Το φως σβήνει.

Συντάκτης: Θάλεια Διαμαντούλη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου