Κάθισα ένα βράδυ και του μίλησα. Σ΄ εκείνον που ταλαιπωρούσα καιρό πριν, χωρίς να το θέλω. Του όφειλα ορισμένες εξηγήσεις. Έπρεπε να μάθει την ιστορία από την αρχή. Να σ’ είχα από κοντά ν’ άκουγες κουβέντες που του έλεγα! Μέχρι και τ’ άστρα ταράζονταν και τρεμόπαιζαν σε κάθε μου ανάσα, σε κάθε μου παύση. Εκείνος αμίλητος, ανέκφραστος μόνο μ’ άκουγε και περίμενε καρτερικά το τέλος.
Του μίλησα για σένα, για εμάς. Λάθος! Δεν είχα άλλωστε να πω και πολλά. Ίσως να υπήρξε σε κάποιες σκόρπιες λέξεις και σ’ αυτά τα ξέθωρα που είπαμε και σβήστηκε το μελάνι γρήγορα γιατί δεν έκανε να τα λέμε. Έτσι μου έλεγες τότε, αλλά η αγάπη γλίστρησε από το δικό σου στόμα πρώτα, δυστυχώς. Βλέπεις, την είχα ανάγκη και πιάστηκαν τα χέρια μου από τα γράμματά της και κρεμάστηκε το κορμί μου από πάνω τους.
Φίλη μου καλή και μάνα είχα πάντα τη θάλασσα. Την είχα συντροφιά κι όταν ένιωθα να με πνίγει η ζωή εκεί κατέτρεχα, στο μικρό λιμανάκι με τις χάρτινες βαρκούλες, σαν εκείνες που φτιάχναμε όταν ήμασταν παιδιά, και τον άσπρο φάρο να στέκεται περήφανα προστάτης του λιμανιού. Την αγνάντευα, της μιλούσα κι εκείνη για να με γλυκάνει, με χάιδευε στα πόδια με το κύμα. Με καλούσε να με κρύψει στην αγκαλιά της όταν έβλεπε να γεμίζουν τα μάτια μου, αλλά δεν τολμούσα να πάω πιο μέσα. Εκεί στην ακροθαλάσσια έμενα πάντα.
Εσύ πάλι, ταξιδευτής της, από μια πλώρη κοίταζες τα χείλη μου όσο σου μιλούσα. Άπλωσες το χέρι σου και με βοήθησες να μπω. Κάθισα και ξεκινήσαμε έχοντας νηνεμία. Για λίγο όμως. Όταν ανοιχτήκαμε κι έπιασε η αντάρα είδα ότι η βάρκα ήταν χωρίς κουπιά. Σε κοίταξα στα μάτια κι εσύ τα χαμήλωσες φοβισμένος και μ΄ενα σάλτο μορτάλε βούτηξες στη φουρτούνα.
Ξεβράστηκα κάποια στιγμή κι εγώ κι έτσι ξεκίνησα να περπατώ και να ψάχνω το λιμάνι μου. Τα πόδια μου γέμισαν χαρακιές και κάθε τόσο ξαπόσταινα να τα ξεπλύνω από το αίμα. Δεν άφησα κανέναν να μου τα ξεπλύνει, εγώ θα φρόντιζα τις πληγές μου. Συνάντησα αρκετούς ανθρώπους στο διάβα μου. Σε κάθε άνθρωπο που συναντούσα έβλεπα κι από μια φουρτούνα. Κι έτσι έφευγα πριν σκοτεινιάσουν και πολύ. Μέχρι που είδα τον περήφανο φάρο ν’ αχνοφαίνεται από μακριά. Έτρεξα γρήγορα κοντά, το λιμανάκι μου όμως δεν ήταν το ίδιο. Τα κύματα είχαν φέρει πέτρες στην ακτή, ο φάρος είχε χάσει το λευκό του χρώμα κι η όψη της θάλασσας ήταν αλαφιασμένη.
Σήκωσα ένα μικρό ξύλο και το έσφιξα δυνατά στην παλάμη μου. Θα το φυλάξω μέσα συρτάρι του κομό πάνω στο πατάρι, μονολόγησα. Έτσι κατέληξες, ένα φυλαγμένο ξύλο σ’ ένα συρτάρι ενός κομό στο πατάρι να φωνάζει αραιά και πού το όνομά μου. Μόλις άκουγα τη φωνή ανέβαινα στο πατάρι, πλησίαζα το κομό, άνοιγα το συρτάρι, σ’ έβλεπα μέσα κι έκανα μία νοερή στάση στο παρελθόν. Ξαναζούσα για λίγο τους στεναγμούς, τις ανάσες, τα βογκητά που ακουμπήσαμε στα κρεβάτια των φθηνών ξενοδοχείων και μετά μ’ έπαιρνε η μυρωδιά από την αλμύρα και θυμόμουν ό,τι ζήσαμε. Τότε έκλεινα με δύναμη το συρτάρι τινάζοντας μέχρι και τη σκόνη πάνω από το έπιπλο.
Έζησα, θα γράψω κάποτε. Εγώ το έζησα και το έζησα, δε δίστασα, δε δείλιασα, δε φοβήθηκα, το είχα ανάγκη κι εκτός από τις φωνές που αραιά και πού με καλούν μέσα από το συρτάρι του κομό πάνω στο πατάρι έχω μάθει ν’ ακούω ακόμα πιο δυνατά τις ανάγκες μου.
Όταν έφτασα στο τέλος της ιστορίας άνοιξα τα χέρια μου να μπει. «Αυτό είναι το τέλος», του ψιθύρισα και τ’ άστρα έκαναν ένα τελευταίο τρεμόπαιγμα για καληνύχτα.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου