Στο άκουσμα της λέξης bulling (εκφοβισμός) το μυαλό μας τρέχει στο παρελθόν και κυρίως στα σχολικά μας χρόνια. Ως έννοια, την έχουμε άρρηκτα συνδεδεμένη με τον σχολικό εκφοβισμό, ένα κοινωνικό φαινόμενο το οποίο έχει μετεξελιχθεί σε αρκετές μορφές, όπως το cyber bulling (εκφοβισμός μέσο διαδικτύου), που είναι και σε μεγάλη έξαρση τα τελευταία χρόνια. Πιθανόν ορισμένοι από εμάς κατά την παιδική μας ηλικία να έχουμε βιώσει ή να είχαμε τον ρόλο του «παρατηρητή» σε τέτοιες ενέργειες. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις «θύμα» – «παρατηρητής» το αποτέλεσμα είναι ότι αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και δεν υπάρξει η σωστή διαχείριση κατά τη διάρκεια της ενέργειας του εκφοβισμού δημιουργούνται βαριές επιπτώσεις στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του ατόμου οι όποιες τους ακολουθούν και στην ενήλική ζωή του.

Αν εξετάσουμε την ακριβή έννοια του bulling όπου είναι «το φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο ή μια ομάδα ανθρώπων με περισσότερη δύναμη, επανειλημμένα κι εσκεμμένα προκαλούν πόνο ή βλάβη σε ένα άλλο άτομο ή ομάδα ανθρώπων που αισθάνονται αβοήθητοι ν’ αντιδράσουν (πηγή: kiath.gr).» Θα διαπιστώσουμε ότι δεν εντοπίζεται αποκλειστικά στα πλαίσια του σχολικού περιβάλλοντος αλλά αναφέρεται σε όλο το εύρος των διαπροσωπικών σχέσεων καθώς αφορά κι όλες τις ηλικιακές ομάδες. Σκεφτείτε ότι θα μπορούσατε να υπάρξετε με τον ρόλο του «θύματος» ή του «παρατηρητή» είτε στο ίδιο εργασιακό περιβάλλον, είτε στον συγγενικό/ οικογενειακό κύκλο, ακόμα και σε μια συντροφική σχέση. Το ζητούμενο όμως είναι πώς ερμηνεύει ο κάθε άνθρωπος τέτοιες ανάρμοστες συμπεριφορές στις διαπροσωπικές του σχέσεις και πιο συγκεκριμένα, αν αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για εκφοβισμό ή αν το δικαιολογεί λέγοντας «Έλα μωρέ είχε νεύρα, ξέφυγε η κατάσταση, δεν έγινε και κάτι!».

Έλα όμως που τελικά «γίνεται κάτι» το οποίο δεν είναι απλώς ένα «κάτι» αλλά είναι τεράστιο κι όσο κι αν θέλουμε να ρίχνουμε μαύρο πανί σε τέτοιες συμπεριφορές και να τις κρατάμε κρυφές, οι επιπτώσεις είναι δια βίου αποτυπωμένες σε ψυχικά ή και σωματικά τραύματα.

 

 

Η Μαρίλια μας εξιστορεί:

«Είμαι 35 χρονών κι είχα μια σχέση πριν από λίγο καιρό, διάρκειας τεσσάρων ετών, μ’ έναν άντρα σχεδόν συνομήλικό μου. Με τον πρώην σύντροφό μου συγκατοικούσαμε τον τελευταίο χρόνο της σχέσης μας. Στην πάροδο των τριών πρώτων ετών, όλα ήταν υπέροχα. Θεωρούσα ότι είχα βρει τον άνθρωπο με τον οποίον ήθελα να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου γι’ αυτό και πήρα την απόφαση να συγκατοικήσω μαζί του, ώστε να κάνουμε ένα βήμα παραπάνω στη σχέση μας. Δυστυχώς όμως, ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν ήταν όπως εγώ τον φανταζόμουν. Από το πρώτο διάστημα συγκατοίκησης, με το παραμικρό που γινόταν στο σπίτι, από το να σπάσω κατά λάθος ένα ποτήρι μέχρι να μην προλάβω να σφουγγαρίσω το πάτωμα, με προσέβαλλε αποδίδοντάς μου χαρακτηρισμούς όπως «άχρηστη» και «τεμπέλα» ενώ παράλληλα με απειλούσε ότι θα με βγάλει βούκινο στους φίλους μας για το πόσο ανάξια είμαι.

Οι φασαρίες έγιναν η καθημερινή μας συνήθεια κι η λεκτική βία που μου ασκούσε όσο περνούσε ο καιρός γινόταν όλο και πιο χυδαία. Στην αρχή των συγκρούσεών μας, το μυαλό μου έψαχνε να βρει δικαιολογίες όπως ότι έχει νεύρα επειδή πέρασε μια δύσκολη μέρα στη δουλειά του κι ότι αύριο θα είναι όλα καλύτερα, αλλά το αύριο δυστυχώς έκρυβε νέους καβγάδες. Μετά, ακολούθησαν οι συνεχείς απαγορεύσεις όπως το να βγαίνω μόνη μου με φίλους μου κι έγινε απαράβατος δικός του όρος, γιατί εκείνος έβγαινε και μόνος του. Ντρεπόμουν να μιλήσω στους γονείς μου ή στους φίλους μου για τη συμπεριφορά που δεχόμουν διότι τον είχα θεοποιήσει εγώ η ίδια στα μάτια τους κι ένιωθα ότι έτσι θα ακύρωνα κατά κάποιο τρόπο την επιλογή μου. Ο μεγαλύτερός μου φόβος ήταν να μην ακούσει κανένας στη γειτονιά τους καβγάδες μας και μιλήσει στους οικείους μου, γι’  αυτό και πάντα στους τσακωμούς μας κατέβαζα το κεφάλι και κλεινόμουν στο δωμάτιο για να μη δοθεί μεγαλύτερη έκταση. Προσποιούμενη μπροστά στους άλλους ότι ήμουν ευτυχισμένη, όταν έμπαινα στο σπίτι κι έπιανα το χερούλι της πόρτας για να την κλείσω, ένιωθα να πιάνω το παγωμένο σίδερο από την πόρτα ενός κελιού μιας φυλακής που εγώ η ίδια είχα χτίσει κι αρνούμουν κατηγορηματικά να βρω τα κλειδιά στην τσέπη μου.»

Η Μαρίλια με την ιστορία της μας έδωσε βασικά χαρακτηριστικά που μας επιβεβαιώνουν πότε εισπράττουμε εκφοβισμό σε μια συντροφική σχέση. Ένα πρώτο χαρακτηριστικό είναι οι ταμπέλες-χαρακτηρισμοί κι αναφέρομαι στη χρήση από τον θύτη προς το θύμα υβριστικών, υποτιμητικών ή χυδαίων λέξεων. Ένα δεύτερο είναι η ελεγκτική συμπεριφορά, δηλαδή οι απαγορεύσεις εξόδου χωρίς την παρουσία του θύτη. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του εκφοβισμού στις συντροφικές σχέσεις είναι η ειρωνεία κι η προκλητική συμπεριφορά με σκοπό ν’ αποθαρρύνει και να υποτάξει το θύμα, καθώς κι οι αδιάκοπες λεκτικές επιθέσεις, απειλές και τέλος οι προσβολές μπροστά σε τρίτους (ειρωνεία, αποκάλυψη προσωπικών μυστικών γελοιοποιώντας τα) (πηγή: psychology.gr).

Όλα τα παραπάνω είναι σοβαρές ενδείξεις ότι ο σύντροφός σας, παρ’ όλο που δεν κουβαλάει σχολική τσάντα στην πλάτη του και δεν κάθεται στο διπλανό θρανίο από εσάς, έχει φορέσει στην ενήλικη ζωή του το προσωπείο του λεγόμενου «νταή» ή «τραμπούκου» και σας ασκεί bulling με απώτερο σκοπό να νιώσει μέσα από τη δική του ανάρμοστη συμπεριφορά δυνατός. Ό κύριος λόγος λοιπόν που ο σύντροφος «νταής» επιλέγει να συμπεριφέρεται στον άνθρωπό του εκφοβιστικά είναι για να καλύψει τη δική του ανεπάρκεια και το συναίσθημα κατωτερότητας που νιώθει «πατώντας εσένα κάτω». Τι μπορούμε να κάνουμε για να διαχειριστούμε μια εκφοβιστική συμπεριφορά από έναν σύντροφο «νταή»;

Η Μαρίλια συνεχίζει…

«Μετά από ένα χρόνο περίπου συγκατοίκησης, τα σημάδια της συναισθηματικής εξαθλίωσης ήταν πλέον εμφανή στην όψη μου. Αρχικά είχα χάσει πάρα πολλά κιλά κι όποιος με έβλεπε με ρωτούσε αν ήμουν άρρωστη ή αν είχα κάποιο πρόβλημα που με βασάνιζε. Κάποιοι γείτονες, ένα βράδυ που αντέδρασα έντονα όταν μου ζήτησε να μην πάω στον γάμο της ξαδέρφης μου, μας άκουσαν κι ενημέρωσαν ευτυχώς ένα κοντινό συγγενικό μου πρόσωπο, το οποίο την αμέσως επόμενη μέρα ήρθε την ώρα που σχολούσα από τη δουλειά και του εξομολογήθηκα τι μου συνέβαινε τον τελευταίο χρόνο. Η ανακούφιση που ένιωσα όταν μίλησα για τη συμπεριφορά του συντρόφου μου ήταν τεράστια. Ήταν σαν να έχωνα το χέρι μου στην τσέπη και ψαχούλευα να βρω το κλειδί που θα ξεκλείδωνε το κελί μου.

Από εκείνη τη μέρα τα πράγματα πήραν τον σωτήριο δρόμο για μένα. Μετά από την παρότρυνση του συγγενικού προσώπου που γνώριζε πλέον την αλήθεια, μίλησα στην οικογένειά μου και σε δύο καλούς φίλους από τους οποίους είχα απομακρυνθεί. Η δύναμη που πήρα μέσα από εκείνους ήταν τεράστια. Μέρα με τη μέρα γκρέμιζα έναν-έναν τοίχο από το κελί που εγώ η ίδια είχα χτίσει κι ένιωθα ότι μπορούσα ν’ αναπνεύσω ξανά. Εννοείται ότι απομακρύνθηκα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από εκείνον τον άνθρωπο και σχεδόν ταυτόχρονα ξεκίνησα τις συνεδρίες με ψυχολόγο τον οποίον επισκέπτομαι μέχρι και σήμερα.»

Συνένοχος του φόβου είναι το συναίσθημα της ντροπής το οποίο νικάς, όταν πετάς το σύνηθες κοινωνικό στερεότυπο «τι θα πει ο κόσμος». Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν αν δεν το θελήσουν οι ίδιοι. Επίσης, δεν είναι δική μας δουλειά να δούμε αν αλλάζουν οι άνθρωποι που χορταίνουν τη δική τους συναισθηματική ανεπάρκεια λειτουργώντας εκφοβιστικά απέναντι σε άλλους ανθρώπους. Τα όρια που θέτουμε εμείς οι ίδιοι είναι αυτά που δε θα επιτρέψουν στον άλλον να μας χειριστεί και να κάνει τροφή του, τον φόβο μας.

«Μην τους φοβάσαι, στον φόβο σου ποντάρουν.» Γιάννης Ρίτσος

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Θάλεια Διαμαντούλη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου