Κάποτε βασιλεύαμε στο χρόνο. Τώρα είμαστε καταδικασμένοι στη σιωπή που μόνοι μας δημιουργήσαμε.
Κάποτε για την αγάπη γράφαμε ακόμα και τραγούδια. Για τον ενθουσιασμό, την ευτυχία, την αμφιβολία, τον πόνο, την καψούρα. Παίρναμε χαρτί, στιλό, αλκοόλ και τσιγάρα, μια κιθάρα ή ένα πιάνο οι πιο γνώστες και γράφαμε την επιτυχία την οποία θα άκουγε στο ραδιόφωνο και θα γύριζε πίσω.
Προφανώς και κάτι τέτοιο δε θα συνέβαινε ποτέ, αλλά το ονειρευόμασταν για μεγάλο διάστημα, μέχρι τουλάχιστον να μας περάσει. Ύστερα έφευγε το γινάτι, η παρτιτούρα ξεχνιόταν στο συρτάρι κι εμείς πηγαίναμε για άλλες πολιτείες, μέχρι τον επόμενο κύκλο έρωτα κι απογοήτευσης.
Άλλες φορές, απ’ την απογοήτευση κάναμε τρέλες. Ξενύχτια έξω απ’ το σπίτι, κρυμμένοι πίσω από δέντρα, κλήσεις με απόκρυψη αριθμού, αφημένα γράμματα κάτω απ’ την πόρτα. Παίζει να γινόμασταν και ρεζίλι –πρωτίστως στον εαυτό μας–, αλλά καθόλου δε μας ένοιαζε. Αυτό νιώθαμε, αυτό εκφράζαμε.
Τραγουδούσαμε το τραγούδι μας μεθυσμένοι στο δρόμο, εξομολογούμασταν την ιστορία μας στον πρώτο άγνωστο που συναντούσαμε στο αεροπλάνο, τρένο ή βαπόρι που πήραμε για να τους κάνουμε έκπληξη. Τι κι αν δεν το περίμεναν; Τι κι αν δεν ξέραμε τι –καλό ή κακό– θα αντικρίζαμε ανοίγοντας την πόρτα; Κι ας μέναμε με πέντε ευρώ ή και λιγότερα για το επόμενο δεκαπενθήμερο.
Τώρα γράφουμε μόνο λίστες για τα ψώνια κι υπολογισμούς για τα έξοδα του μήνα. Τώρα δεν αρκεί ο μισθός για να πάμε ταξίδι-έκπληξη κι ούτε μπορούμε να επιβιώσουμε με πενταροδεκάρες στην τσέπη μέχρι την επόμενη πληρωμή.
Οι άλλοτε γαμάτες τρέλες είναι πλέον απερισκεψίες που σε κάνουν ρόμπα στα μάτια εκείνων που σε βλέπουν, ακόμη κι αν δεν τους ξαναδείς ποτέ.
Πια δε γράφουμε τραγούδια. Δεν τα ακούμε καν. Ούτε μια λίστα στο youtube δεν τρώει τον υπερπολύτιμο χρόνο μας. Ο δείκτης κολλημένος στο συνηθισμένο σταθμό, εκείνον που παίζει τα εμπορικά και τα μπιτάκια.
Για ποιους να γράψεις άλλωστε; Τις ίδιες δικαιολογίες δε λένε όλοι οι κάποτε μεγάλοι έρωτες; Το ίδιο τέλος δεν έχουν;
Συμβιβαζόμαστε με καταστάσεις και ανθρώπους που δυνητικά θα κάνουν λιγότερο κακό. Οι τελευταίοι γίνονται φίλοι, συνεργάτες και σύντροφοι. Όχι γιατί αποκτήσαμε κριτική σκέψη. Γιατί πολύ απλά δε μας νοιάζει. Επιλέξαμε ανθρώπους άχρωμους, αδιάφορους και γίναμε κι εμείς αναίσθητοι κι αόρατοι.
Και να θες να γράψεις, πώς να ‘χεις έμπνευση μετά; Δεν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να στενοχωρηθεί, να κλάψει, να αναλωθεί. Ίσως να ‘ναι και καλύτερα. Φοβόμαστε να δούμε το τελειοποιημένο μας είδωλο να σπάει, να χαλάμε το ίματζ που με τόσο κόπο φτιάξαμε, να γινόμαστε αδύναμοι για το πάθος.
Γιατί ναι, έτσι τον αγαπάμε τον εαυτό μας περισσότερο. Ξεχάσαμε όμως, πώς είναι να αγαπάμε με όλη τη σημασία της λέξης.