«Περπατάω στον ίδιο σταθμό, δεκαπέντε χρόνια μετά.
Άνθρωποι με τα ψώνια των γιορτών και βαλίτσες στο χέρι, τρέχουν για να κλείσουν εισιτήρια της τελευταίας στιγμής, στην πλειοψηφία βιαστικοί και χαρούμενοι.
Γέλασα που πιο πριν, έπεσα σε πλαγιομετωπική με δυο κορίτσια με σκούφους Αη-Βασίλη που τρέχανε για να βγάλουν φωτογραφία δίπλα στο παλιό, στολισμένο με λαμπάκια, τρένο.
Έπιασα τον εαυτό μου να γελάει και για πρώτη φορά δεν το έκρυψα στραβώνοντας το στόμα μου. Μάντεψε, πρότεινα να κρατήσω εγώ τη μηχανή. Ακριβώς όπως τότε.
Έχω την απορία, αν ακόμα και τώρα χαίρεσαι με τον ίδιο τρόπο στις χαζές, καθημερινές στιγμές. Αν σιγοτραγουδάς τα τραγούδια που παίζει η μπάντα, αν αστειεύεσαι με τη σερβιτόρα που σου δίνει δυο καφέδες αχνιστούς και φοβάσαι να τους πιάσεις, αν κάνεις γκριμάτσες στο τρίχρονο στο απέναντι τραπέζι.
Πιάνω τον εαυτό μου να ψάχνει μια παρόμοια σκηνή με τότε, για να σε διαψεύσω. Δες, μπορώ να το κάνω κι εγώ.
Πάντα έβρισκα αυτή τη στάση σου απέναντι στη ζωή χαριτωμένη και σιχαμένη ταυτόχρονα.
Αν και στην πράξη με κέρδισε το δεύτερο, έρχομαι σήμερα απροειδοποίητα για να σου δείξω πως εσύ κι αυτή μου λείπετε. Σε κέρδισε η ζωή. Εμένα η ματαιοδοξία και η σοβαροφάνεια. Μόνο που εσύ κατάφερες να συνδυάσεις τα πάντα. Πυγμή, χιούμορ, χαρά και σοβαρότητα.
Βλέπω τις φωτογραφίες σου κάθε χρόνο τέτοιον καιρό. Ενώ τον υπόλοιπο χρόνο αποφεύγω κάθε τι που έχει να κάνει μαζί σου, η περιέργεια και η ανάγκη να σε μισήσω ακόμα περισσότερο με τραβούν απ’ το χέρι.
Πιστή στο ραντεβού σου κυρία μου. Μία κατά λάθος μπερδεμένη με λαμπάκια, μία καλοντυμένη με ποτό ανά χείρας, μία αγκαλιασμένη με την κομπανία σου στη χιονισμένη γέφυρα. Παντού υπέροχη! Αυτό το χαμόγελο, να μην το χάνεις ποτέ.
Κάθε χρόνος, κάθε πόζα, μια εκδίκηση για το πόσο λάθος ήμουν. Δεν ξέρω αν σε ζηλεύω ή αν σε φθονώ. Είτε προσπάθησα να μείνω πιστός στις απόψεις μου, είτε να σε μιμηθώ, από μία γωνία μου γελούσες ειρωνικά. Φύγε από μπροστά μου διάολε!
Κάπου μέσα μου θέλω να πιστέψω πως, με το που πατήσω το πόδι μου στην πόλη, ο χρόνος θα γυρίσει πίσω και θα ευχηθώ «Καλή Χρονιά» στον εικοσιτετράχρονο εαυτό μας, με σαμπάνια δίπλα από το στολισμένο δέντρο.
Κι εσύ, που κάποτε κατηγορούσα πως σκέφτεσαι μόνο με το συναίσθημα, θα με αποκαλέσεις κουραμπιέ και θα με στολίσεις με χίλια δυο κοσμητικά. Δε θα ‘χεις και άδικο εδώ που τα λέμε.
Ώρα να πιω την τελευταία γουλιά απ’ το βραστό κρασί και να φύγω. Σα να το κάνανε δυνατό φέτος.
«Ε, φίλε!», άκουσα έναν τύπο να μου φωνάζει. «Ποιος να με ξέρει εδώ;»
Γύρισα πίσω και είδα ένα πλάσμα κοντό, με σουβλερά αυτιά και μύτη να τρίβει τα χέρια του. Καλικάντζαρος, πάει με χτύπησε κατακέφαλα το κρασί.
«Τι θες;»
«Δε μου λες, πόσο πουλάς την ψυχή σου για μια επιστροφή;»