Όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, είναι γνωστό σε όλους τι κάνει με τα παιδιά του.
Έτσι κι εσύ, σε περιόδους αδράνειας, ή που θα σκεφτείς τη μέγιστη καινοτομία για να πιάσεις την καλή, ή που θα κάνεις τη συναρπαστική επιστημονική ανακάλυψη, ή σαν κοινός θνητός θα πέσεις στο παραλήρημα ενδοσκόπησης και απολογισμού.
Κανένα διαγωνισμό επιχειρηματικότητας δεν κέρδισα πρόσφατα κι όσο για την ευφυΐα, μάλλον με πρόλαβε ο Αϊνστάιν, κάμποσες δεκαετίες πιο πριν, που μόνο ίδια μέρα γενεθλίων μοιραζόμαστε.
Λίγο η ανία, λίγο οι βαριεστημένοι φίλοι που αρνιόντουσαν πεισματικά να βγουν από το σπίτι, ένα τι και το άτιμο το κρασάκι «Πόρτο» που κατέβασα και τα μισοαστεία μισοσοβαρά πειράγματα για τη φοβερή και τρομερή δεκαετία των τριάντα, μ’ έφεραν κι εμένα προ των πυλών του Δρομοκαΐτειου –συγγνώμη, λάθος– της ανασκόπησης της αισθηματικής μου ζωής ήθελα να πω. Σε παρόμοια θέση θα βρέθηκαν και άλλα δύσμοιρα πλην όμως υπέροχα πλάσματα της υφηλίου όταν θα έκαναν παρόμοια ανασκόπηση.
Να το πάρεις απ’ την αρχή προς το τέλος, ή από το τέλος προς την αρχή; Αν και το δεύτερο ακούγεται πιο συναρπαστικό, το πρώτο κρατάει καλύτερα τη ροή της ιστορίας, που ξεκινάει από την πρώτη σου σχέση.
Ναι, τότε που φοβόσουν ότι κανείς δε θα γύριζε να σε κοιτάξει ποτέ γιατί είχες ακόμα τα κιλά από τις Πανελλήνιες. Ήθελες τον ωραίο της σχολής, αυτός είχε μάτια μόνο για το μοντέλο του ΦΠΨ κι εσύ εν τέλει συμβιβάστηκες με κάτι πολύ κατώτερο των αρχικών σου προσδοκιών, αλλά είπες «μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει». Συνήθισες περνώντας ο καιρός, έμαθες χρήσιμα και άχρηστα πράγματα, γίνατε ένα ακόμα από τα ζευγαράκια της παρέας και η ζωή κυλούσε ήρεμα μέχρι που κάποια πράγματα στη σπάγανε. Δεν άντεχες τις πεταμένες κάλτσες, τα τάπερ γεμάτα με βρύα και λειχήνες στο ψυγείο, το ότι χρωστούσε σχεδόν όλα τα μαθήματα της σχολής, το ότι φορούσε κάθε μέρα την ίδια μπλούζα. Συνήθειες που είχε πάντα, αλλά περνώντας ο καιρός κακόπεφταν στην αφεντιά σου.
Φτάνοντας στα είκοσι, με ένα ύφος μεταξύ μοιραίας γυναίκας και επαναστατημένου κωλόπαιδου και πλέον ελεύθερη κι ωραία, μπλέκεις με τον ψηλό από το έτος σου. Στο ίδιο μήκος κύματος κι αυτός, μαγκίτσα, αλητεία κι ενθουσιασμός στα τέρματα. Κοινές έξοδοι, ερωτικά μηνύματα, τρέλες στην παραλία ως «έμπειροι» πια. Πού και πού κάποια σποραδικά καβγαδάκια, έτσι για να φουντώνει λίγο περισσότερο το πάθος. Κόντρες και εγωισμοί για το ποιος θα εκτεθεί λέγοντας πρώτος «σ’ αγαπώ». Μαγείες που τελειώνουν άδοξα με μια εξεταστική του Σεπτέμβρη, όταν τη θέση σου έχει πάρει θηλυκό με το οποίο περνάει της ίδιες παθιασμένες στιγμές στην καντίνα της σχολής, αφού πρώτα είχε την ευγένεια να σε χωρίσει μια ωραία πρωία γιατί απλώς έσβησε η φλόγα.
Περνάς την προβλεπόμενη περίοδο πένθους της ζωντοχήρας, ορκίζεσαι να μην ξαναερωτευτείς και βάζεις στόχο να την πληρώσει ο επόμενος. Μπόλικα αποτυχημένα ραντεβού, αμοιβαίες χυλόπιτες και ούτω καθεξής. Άλλες σχέσεις χλιαρές αλλά ειλικρινείς, άλλες παθιασμένες μα σύντομες. Κάπου στο ενδιάμεσο, θυμάται ο έρωτας να σε ξαναχτυπήσει κατακέφαλα. Σκηνές που θυμίζουν ταινία, που άλλες τις επιδιώκεις και άλλες έρχονται από μόνες τους. Κάθε νόμισμα βέβαια έχει την όψη του. Ο έρωτας της ζωής σου γίνεται αυτόματα ο ξενέρωτας και, όσο μεγαλύτερες οι προσδοκίες, τόσο μεγαλύτερη η απογοήτευση. Δέχεσαι συγγνώμες και επιστροφές, για να αποδείξεις στο τέλος κι εσύ την παροιμία με το σπασμένο γυαλί. Ελπίζεις, απελπίζεσαι και φτου κι απ’ την αρχή. Ο έρωτας αλλάζει συνεχώς πρωταγωνιστικούς ρόλους με τη μοναξιά, τον ενθουσιασμό και το συμβιβασμό.
Μέχρι να μάθεις, λένε. Άλλοι το μεταφράζουν σε «μέχρι να βρεις το χάπι εντ». Άλλοι σε «μέχρι να αποκατασταθείς». Άλλοι το λένε «για πάντα». Ο καθένας ας ζει την ουτοπία του. Εγώ για τώρα, το λέω «μέχρι να βρεις αυτόν που κουβαλάτε την ίδια μαλακία στον εγκέφαλο». Όπως τη βρίσκει κανείς. Οι άνθρωποι που πέρασαν απ’ τη ζωή μας είχαν ακριβώς αυτό το σκοπό, ο καθένας με τον τρόπο του. Ο ψεύτης, ο ρομαντικός, ο υπερβολικά προσκολλημένος, o ειλικρινής, ο άντρας των ονείρων σου κι αυτός που σου έμαθε να φτιάχνεις ένα καλώδιο δικτύου.
Εσύ ποιον θα διαλέξεις;