Ο χωρισμός είναι η μελανή σελίδα στο ιερό βιβλίο των σχέσεων, το οποίο σκέφτομαι σοβαρά κάποια στιγμή να γράψω, αν δε με προλάβει ο Μαρκήσιος featuring Σουσού.

Τόσο βίωμα έχει γίνει στον κοσμάκη δε, που, οι περισσότεροι, με το που μια σχέση δεν έχει καλά-καλά αρχίσει, σκέφτονται σενάρια επί των σεναρίων για το τι θα κάνουν όταν τελειώσει, το πώς θα χωρίσουν και άλλα τέτοια χαρούμενα πράγματα.

Το επόμενο βήμα τους είναι κατασκευή μοντέλων στο Matlab για παρατήρηση συμπεριφοράς μεγάλων δειγμάτων χωρισμένων αγοριών και κορασίδων. Που, μεταξύ μας είναι φαινόμενο άξιο προς έρευνα.

Όταν, λοιπόν, χωρίζουν τα αγοράκια και τα κοριτσάκια, χωρίζονται σε δυο κατηγορίες. Τους θύτες και τα θύματα.

Για τους θύτες δε θα μιλήσουμε και πολύ, γιατί γι’ αυτούς, με το που ειπωθεί το περιβόητο «τέλος», σκάνε από πίσω τους πυροτεχνήματα, παίζουν διθυραμβικοί ύμνοι και το βράδυ τα επόμενα βυζάκια ή κοιλιακοί –συνήθως, αν όχι πάντα– τους περιμένουν για ύπνο.

Τα θύματα όμως, έχουν το δικό τους οδηγό επιβίωσης στο χωρισμό, με κάποια κοινά και αρκετά διαφορετικά σημεία ανά φύλο.

Ο Φώτης έδωσε προ ολίγων ημερών τα παπούτσια στο χέρι της Αννούλας.

Η τελευταία, για τις δύο πρώτες μέρες έκλαιγε το μακαρίτη νυχθημερόν, άκουγε τα τραγούδια τους αγκαλιά με το παγωτό και στα διαλείμματα από το κλάμα έπαιρνε τηλέφωνο την κολλητή για να κράξει το μαλάκα.

Όταν η κλήση τελείωνε, έβλεπε το wallpaper που είχε τη φωτογραφία τους και ξανάρχιζε πάλι ο μαραθώνιος κλάμα – παγωτό – τηλέφωνο στην κολλητή.

Όταν το αντικείμενο της έρευνας φτάνει στα πρόθυρα πνιγμού από το κλάμα, πετάγματος του κινητού στον τοίχο και γουρουνιάσματος ή διαβήτη από το πολύ παγωτό, σα δυναμική γυναίκα θυμάται ότι πρέπει να φροντίσει και τον εαυτό της.

Σε αυτό συντελεί και το βαρβάτο «Διαβάστηκε» που πήρε όταν έστειλε ένα κατεβατό μεγαλύτερο από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη στο Φώτη τα ξημερώματα, όταν εκείνος έβγαζε φωτογραφίες στο μπαράκι στο Μπραχάμι μαζί με τους κάφρους φίλους του που μιλάνε μόνο για πιστόνια και τον Ολυμπιακό κι εκείνο το ξέκωλο που πάει ακόμα σχολείο. Μάνα δεν έχει να τη μαζέψει;

Σε απεγνωσμένη προσπάθεια η κάθε Αννούλα να δείξει το πόσο ο χωρισμός δεν την επηρέασε, παίρνει τηλέφωνο την κολλητή και ξέμπαρκες φίλες που είχε ξεχασμένες όσο είχε σχέση, ξεθάβει τα καλλυντικά, παστώνεται στο μακιγιάζ, φοράει ό,τι πιο σέξι είχε θαμμένο στη ντουλάπα –που ο Φώτης δεν την άφηνε να φοράει γιατί την ήθελε σεμνή– και όλες μαζί βγαίνουν στο πιο trendy ελληνάδικο της περιοχής, υπό τους ήχους των απανταχού ύμνων των χωρισμένων, οι μισοί από τους οποίους είναι παραγγελιά.

Ξελαρυγγιάζεται τραγουδώντας «περνώ και μόνη μου καλά, τα καταφέρνω μια χαρά, δε σ’ έχω ανάγκη ευτυχώς, μου είσαι πλέον περιττός» και η μάσκαρα τρέχει όταν o DJ παίζει το «τραβάω λοιπόν σ’ όλα μια κόκκινη γραμμή», με τη συνοδεία να δείχνει συμπαράσταση, παραγγέλνοντας το επόμενο σέικερ και κάνοντας θριαμβευτικό check-in.

Σε ακραίες περιπτώσεις, κάπου ανάμεσα στο ουΐσκι και το αναφιλητό, εμφανίζεται πολλά υποσχόμενο μωρό ή φίλος-καβάτζα, καταλήγουν να φασώνονται στις τουαλέτες ή να κάνουν σεξ της παρηγοριάς στο αμάξι.

Την επόμενη μέρα, ξυπνά με hangover, μετανιώνει, υπόσχεται να μην ξαναπιεί και ξανακάνει μαλακίες, στέλνει ένα μήνυμα γεμάτο καντήλια στο Φώτη που δεν πήρε καν τηλέφωνο, τον διαγράφει από παντού και αρκείται στο να πετάει βελάκια στη φωτογραφία του.

Μέχρι να βρει τον επόμενο έρωτα, θα μπαίνει στο προφίλ του κρυφά από το λογαριασμό της κολλητής και θα κάνει απειλητικά likes.

Στα αγοράκια τώρα.

Όταν η Καίτη παράτησε το Θάνο για τα μάτια του Κωνσταντίνου –εκείνη το αρνείται-, αυτός έσπασε το τραπεζάκι του καφέ στον απόηχο ενός μακρόσυρτου «καριόλα», πριν εκείνη φύγει από το σπίτι τρέχοντας και φωνάζοντάς τον τρελό.

Μετά από ώρες ταβανοθεραπείας και κλάματος –δε θα το πει σε κανέναν γιατί θα τον δουλέψουν– ανοίγει σακούλα σκουπιδιών και πετάει αρκουδάκια, κεράκια και όλα τα ψιψιψίνια και τα κοκοψόψαρα που δέσποζαν σε περίοπτη θέση στο σαλόνι του, όπου η προκομμένη είχε οριοθετήσει την περιοχή της.

Την ίδια τύχη έχουν οδοντόβουρτσες, σαμπουάν και ξεχασμένα καλλυντικά, ιδίως εκείνο το ακριβό make-up για το οποίο τον είχε πρήξει και το οποίο πάτησε κάτω ηδονιστικά πέντε-έξι φορές πριν καταλήξει στη σακούλα.

Καλεί τους φίλους για βραδιά «Pro Evolution και ό,τι σιχαινόταν η Καιτούλα».

Πίτσες, μπύρες, πεταμένα παπούτσια και τα πόδια στο τραπέζι. Επιδίδονται δε με υπερβάλλοντα ζήλο σε διαγωνισμό ρεψίματος και κερδίζει, γιατί το είχε καταπιεσμένο απο τότε που η μακαρίτισα ντρεπόταν να τον κυκλοφορήσει όταν δε συμπεριφερόταν κόσμια.

Όταν βαρεθούν το pro, βγαίνουν έξω, με τους φίλους να κερνάνε ποτό, να επιδίδονται σε καμάκι της παρηγοριάς και να λένε τις δικές τους ιστορίες για τις τρελές που τους πρήζουν.

Θα κοιτάξει το κινητό ανυπόμονα, μπας και απαντήσει η λεγάμενη στο μήνυμα για συγγνώμη.

Θα συνεχίσει να πίνει και απ’ τα νεύρα του θα πάει να τηλεφωνήσει.

Εκεί, σαν άλλος σούπερμαν, ο φίλος θα του αρπάξει το κινητό και θα φέρει μπροστά του το πρώτο γκομενάκι στο οπτικό του πεδίο για να ξεχάσει τον πόνο του και να κεράσει σφηνάκι.

Αν είναι όμορφη, έχει καλώς. Αν όχι, εύχεται να χει πιει αρκετά για να μην τη θυμάται. Ούτως ή άλλως, για να απαλλαγεί, σίγουρα θα χρησιμοποιήσει ένα «δεν έχω ξεπεράσει την πρώην μου», που, ούτως ή άλλως είναι αλήθεια και δε θα ναι η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που θα το χρησιμοποιήσει μέχρι όντως να σταματήσει να τον απασχολεί η βλαμμένη.

Ο χωρισμός θέλει το κλάμα, το σιχτίρισμα, το ποτό και το σκυλάδικό του. Όσο περισσότερη, η παρακμή, τόσο μεγαλύτερο το ξέσπασμα.

Την τραβάει την απομυθοποίηση, το θάψιμο και την κατινιά. Δε χώρισε ποτέ κανείς με τσάι, κουλουράκια και την ενάτη του Μπετόβεν.

Αφού θα το περάσεις που θα το περάσεις, ζησ’ το λοιπόν στο έπακρο.
 

Συντάκτης: Τίνα Μπαρμπάτσαλου