Πάμε να φύγουμε.
Ακούς μια φωνή και δεν είναι κανένας άλλος από τον εαυτό σου, που θέλει να φύγει τώρα από εκεί που βρίσκεται, εκεί που είναι. Τίποτα δε σου κάνει πια, έχεις μπουχτίσει κι η καθημερινότητα δε σε αφήνει καν να το επεξεργαστείς ψύχραιμα. Το πιο μικρό ερέθισμα σε κάνει να ξεσπάς, να μην αντέχεις τίποτα, κανέναν, πουθενά. Η αντοχή τελειώνει, η όρεξη επίσης. Η χαρά σ’ έχει αφήσει καιρό τώρα. Νιώθεις πως η μόνη λύση είναι να φύγεις.
Τάσεις φυγής λοιπόν, λίγο πριν παρατήσουμε όλους κι όλα. Η υπέρτατη δύναμη που σε σπρώχνει να θέλεις να τ’ αλλάξεις όλα χωρίς ταυτόχρονα καν να μπεις στον κόπο ν’ αλλάξεις τίποτα. Είτε είσαι κουρασμένος, είτε φοβισμένος, είτε απλώς δε βρίσκεις κανένα νόημα να προσπαθείς. Όλοι μας το έχουμε νιώσει, λιγότεροι το έχουμε νιώσει σαν να μας πνίγει κι ακόμα λιγότεροι από εμάς το έχουμε κάνει πράξη. Έτσι κι εσύ, φεύγεις λοιπόν, χωρίς φασαρίες, χωρίς εξηγήσεις, χωρίς δικαιολογίες. Τίποτα δε σου κάνει κι απλώς επιλέγεις τη σιωπή σαν την πιο δυνατή σου απάντηση για όλους κι όλα.
Όταν φεύγει, όταν εξαφανίζεται κάποιος από τις ζωές των άλλων χωρίς λέξη, καμιά φορά είναι γιατί πριν φύγει, είχε πει κι είχε κάνει πολλά που κανένας δεν έλαβε ποτέ του υπόψιν. Οπότε γιατί η φυγή να έχει λέξεις ή προειδοποίηση; Φεύγουν οι άνθρωποι χωρίς εξηγήσεις, όταν δεν τους αναζητήσουν για καιρό. Κι έτσι, κάποια στιγμή, δε θα βρουν κανέναν πίσω από την πόρτα τους. Τότε αρχίζουν ν’ αναρωτιούνται τι συνέβη και δεν το πήραν χαμπάρι, ενώ οι κατηγορίες διαδέχονται η μία την άλλη. «Δειλός, κακός, γιατί να το κάνει αυτό, δεν είχα καμία αξία για εκείνον, ούτε ένα αντίο;»
Δεν έχεις χρόνο, όμως, πια, να εξηγήσεις τι είναι αυτό που σε κάνει να θες να φύγεις από προσώπου γης. Ούτε αντοχές. Τελείωσε κι ο χρόνος σου κι η αντοχή σου καιρό τώρα κι άργησες να το αντιληφθείς, γι’ αυτό και πήγαν στα πόδια σου και τα έσπρωξαν να κουνηθούν, να ξεριζώσουν. Γιατί όταν προσπαθείς καιρό μόνος σου, όταν τελικά τίποτα δεν πάει όπως θέλεις, δε βρίσκεις άλλη λύση απ’ το να φύγεις. Θα σε χρίσουν λιποτάκτη οι υπερασπιστές της προσπάθειας, μα εσύ ξέρεις. Ξέρεις πολύ καλά αν και πόσο έχεις προσπαθήσει. Κι έτσι, εξαφανίζεσαι χωρίς φασαρίες κι εξηγήσεις.
Είναι παράδοξο, μα όταν διαλέγεις τη φυγή, τότε σε θυμούνται. Μα δε φεύγεις γι’ αυτό, δεν είναι κραυγή για προσοχή. Φεύγεις γιατί έχασες εσένα. Σε όποια θέση κι αν έχεις βρεθεί, είτε του αγνοούμενου, είτε εκείνου που ψάχνει κάποιον που έχασε ξαφνικά, δεν είναι εύκολο. Αλλά πάντα, σχεδόν πάντα πριν την εξαφάνιση υπάρχει ένα βλέμμα κενό που κρούει το μεγαλύτερο σήμα κινδύνου. Αν είσαι αυτός που δεν το διάβασε εκείνο το βλέμμα, τώρα ίσως να είναι λίγο αργά.
Το σίγουρο είναι πως οι άνθρωποι ερχόμαστε και φεύγουμε από τις ζωές των άλλων αέναα κι ασταμάτητα. Το πώς φεύγουμε, καμιά φορά, λέει πολλά περισσότερα για εμάς παρά για τους άλλους. Αν έχεις τάσεις φυγής λοιπόν, δες αν θες να φύγεις από εκεί που είσαι ή αν μια ζωή ψάχνεις να φύγεις από τον εαυτό σου. Γιατί από τον δεύτερο, δε θα ξεφύγες ποτέ.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου