Ήρθε εκείνη η ώρα που πρέπει να ανακοινώσεις στους φίλους σου πως χώρισες. Οι περισσότεροι δε θα ξαφνιαστούν, γιατί –ας είμαστε ειλικρινείς– ένας τέλος, τις περισσότερες φορές, δεν έρχεται εν μια νυκτί. Είναι πολλά τα σημάδια εκείνα που λειτουργούν σαν προάγγελος για το φινάλε ενός «μαζί».

Κι όταν ο χωρισμός έρχεται μετά από ώριμη σκέψη, αμοιβαία συζήτηση και κοινή απόφαση και των δύο πλευρών, θα περίμεναν οι άλλοι που δε σε ξέρουν πως δε θα πονέσει το ίδιο με εκείνο το «αντίο» που έρχεται σχεδόν εκβιαστικά μετά από μια προδοσία ή απιστία. Κάθε χωρισμός, όμως, είναι διαφορετικός, όσο διαφορετικές είναι κι οι συνθήκες αλλά κι οι προσωπικότητες, για να αφήσει τους συμμετέχοντες ακόμα πιο αλλαγμένους, καθώς οι άνθρωποι που βγαίνουν απ’ ζωή σου μα εξίσου κι η αφεντιά σου μετά από ένα χωρισμό δε μένετε ποτέ οι ίδιοι.

Φήμες λένε πως για να ξεπεράσεις το κλείσιμο της αυλαίας θα χρειαστείς ένα χρονικό διάστημα στο περίπου αντίστοιχο με το 1/3 του καιρού που ήσασταν μαζί. Κουραφέξαλα, δηλαδή. Μιλάμε για συναισθήματα κι η διαδικασία αυτή της συνειδητοποίησης είναι καθαρά προσωπική υπόθεση, που δεν υπακούει σε κανόνες και μετρητές. Είσαι εσύ, ο εαυτός σου κι οι αναμνήσεις σου. Εσύ είσαι εκείνος που πρέπει να μάθει να ζει σε μια καινούρια πραγματικότητα που θα χρειαστεί να ξανακτιστεί απ’ την αρχή.

Οι φίλοι θα ‘ναι εκεί, όπως πάντα ήταν, θα δοκιμάσουν διάφορους τρόπους να εξαγνίσουν το φάντασμα του παρελθόντος, την ανάμνηση εκείνου ή εκείνης. Θα σε παίρνουν όλη την ώρα τηλέφωνο, θα σου φέρνουν φαγητό, γιατί «πρέπει κάτι να φας, επιτέλους», θα αναλάβουν ένα ρόλο κάπως μαμαδίστικο, θα προσπαθήσουν να σε κάνουν να γελάς, αλλά κυρίως να γεμίσουν τις μέρες σου όσο περισσότερο γίνεται, για να μη σκέφτεσαι -γιατί ξέρουν πως εκεί, σ’ αυτές τις θολές υπεραναλύσεις, βρίσκεται ο απαγορευμένος καρπός.

Θα σε τραβήξουν με το ζόρι έξω, θα σαπίσουν μαζί σου μέσα, θα γίνουν γελωτοποιοί, θα κάνουν οποιαδήποτε δυνατή προσπάθεια, θεωρώντας ότι μπορούν να σε βοηθήσουν. Αλλά ποτέ δε θα αρκεί, γιατί όλοι ξέρουμε πως ο χωρισμός είναι φάση μόνο δική μας, που τη βιώνουμε μόνοι, όπως μόνοι πρέπει να καταφέρουμε να βγούμε μέσα απ’ αυτή, ιδανικά πιο δυνατοί. Ό,τι κι αν πουν, εσύ ήσουν στη σχέση, εσύ έζησες τις καλές και τις κακές στιγμές, κι εσύ είσαι εκείνος που θα πρέπει τώρα να μάθει να ζει χωρίς αυτές, προχωρώντας μπροστά με την ανάμνησή τους.

Θα ‘ρθουν ώρες που μέσα στην αφέλειά σου (αλλά και την απελπισία σου) θα νομίζεις πως ξεπέρασες εκείνο το πρόσωπο που κάποτε αγάπησες. Θα ανακουφιστείς, όταν πιάσεις τον εαυτό σου να φλερτάρει με άλλους, όταν κάποιος σε κάνει να χαμογελάσεις κι όταν ίσως περάσουν κάποιες μέρες χωρίς να σκεφτείς το πρόσωπο εκείνο. Μα γελιέσαι, γιατί κάτι, σε κάποια ύπουλη στιγμή, θα θυμηθείς κι όλα θα επιστρέψουν, γιατί αυτό είναι το κακό με τις αναμνήσεις∙ ξετρυπώνουν απ’ το πουθενά, χωρίς λόγο κι αιτία, και σε παιδεύουν.

Τι σπίτι σου, μόνο εκείνο ξέρει την αλήθεια σου. Αν οι τοίχοι είχαν φωνή και μιλούσαν, θα μαρτυρούσαν τις σκέψεις που φωνάζουν όλη την ώρα ένα όνομα. Κι ας προσποιείσαι έξω πως όλα είναι καλά. Δεν είναι –ακόμα–, απλά κουράστηκες να σε βλέπουν σαν θλιμμένο σπουργίτι, δε σου ταιριάζει, άλλωστε. Είσαι δυνατός, μόνο που ένας χωρισμός πάντα λυγίζει μια πλευρά σου, εκείνη που μοιράστηκες με κάποιον κι εκείνη που έμαθες πως είχες μόνο μαζί του.

Οι πίστες σε ένα χωρισμό πολλές, μα ξέρεις ποιο είναι το περίεργο; Αντί να προχωράς στο παιχνίδι για να βρεις το “game over”, κάπου θα εμφανιστεί ένας δράκος και θα χάσεις τις ζωές σου. Κι ύστερα θα παίξει στην οθόνη με μεγάλα γράμματα “restart” κι οι πίστες θα φορτώσουν απ’ την αρχή. Διαδικασία εξουθενωτική (για κάποιους λιγότερο, για άλλους περισσότερο), μα πρέπει να παίξεις και να τερματίσεις για να βγεις από αυτό.

Πάντα θα κουβαλάς κάτι, μια μικρή πληγή, ένα σημάδι πολέμου, για να σου θυμίζει αυτό που μόνο εσύ ξέρεις. Αλλά μην αγχώνεσαι, είμαστε οι πληγές μας και πρέπει να τις αγαπάμε, όπως κάθε πτυχή του εαυτού μας, γιατί απλά εκείνες μας θυμίζουν πόσα αντέξαμε, για να μην ξεχνάμε πως είμαστε μαχητές. Γιατί αν όλα είναι ένας πόλεμος, δε θα παραδώσεις ποτέ τα όπλα.

 

Συντάκτης: Άννα Αντωνίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη