Τριάντα λεπτά αντιστοιχούν σε 1800 δευτερόλεπτα, άραγε σε πόσους χτύπους καρδιάς αντιστοιχούν για έναν άνθρωπο που δηλώνει –κι είναι– ερωτευμένος; Για έναν καψούρη, ακόμα κι αυτό το λίγο αντιστοιχεί ίσως σε μια αιωνιότητα. Η προσμονή κι η λαχτάρα λειτουργούν ως επιβράδυνση όσον αναφορά την αίσθηση του χρόνου, και πόσο βασανιστικά αυτός περνά όσο πιο έντονη είναι η ανάγκη να δεις το άτομο εκείνο!

Είτε σου έστειλε μήνυμα «Σε μισή ώρα έρχομαι να σε πάρω» ενώ βρίσκεστε στην ίδια πόλη είτε σε μίση ώρα φτάνει η πτήση που θα σου φέρει κοντά τον άνθρωπό σου, η αγωνία –κι η ανυπομονησία σου– είναι η ίδια, και σε ταλαιπωρεί τόσο γλυκά.

Αρχίζεις βιαστικά να ετοιμάζεσαι, ενώ δεν αποκλείεται να ‘χεις ετοιμαστεί από ώρες κι απλά να περιμένεις την πολυπόθητη συνάντηση. Δεν παλεύεται η αναμονή. Σε βάζει σε δεύτερες σκέψεις, σε γεμίζει αμφιβολίες, όλα πάνω σου σού φαίνονται στραβά. Ανοίγεις ντουλάπες, αδειάζεις τα ρούχα στο κρεβάτι κι αλλάζεις για άλλη μια φορά. Ξεχνάς πως το άτομο εκείνο λατρεύει το χαμόγελό σου κι όχι τις ενδυματικές σου επιλογές. Μα δε σε νοιάζει, θες την τελειότητα, γιατί θες να προκαλέσεις εκείνο το βλέμμα θαυμασμού, που μεταφράζεται σε ένα πλατύ χαμόγελο και κάμποσο ενθουσιασμό.

Κάνεις ολόκληρα σενάρια για το πόσο ρομαντική θα ‘ναι η βραδιά και πόσο τέλειο θα ‘ναι το μέρος που ‘χεις κανονίσει να απογειώσει τη νύχτα σας. Όλοι, όμως, ξέρουμε πως το μέρος δεν έχει σημασία, γιατί τα μάτια του άλλου που λαχταράς να δεις και τα χείλη εκείνου που ποθείς να φιλήσεις είναι παντού τα ίδια. Κι όσο μετράς αντίστροφα στιγμές και τα βάζεις με το ρολόι που δεν ξεκολλάει, πιάνεις τον εαυτό σου να ονειροπολεί, γιατί άλλωστε αυτό είναι ο έρωτας∙ η ενέργεια που μας δίνει το συναίσθημα να πιστέψουμε στα όνειρα, σχεδιάζοντας ένα μαγικό μέλλον για δύο.

Οι ερωτευμένοι είναι σαν να φοράνε γυαλιά που χρωματίζουν την πραγματικότητα, κάνοντάς την να φαντάζει πιο φωτεινή. Η αναμονή, λοιπόν, αξίζει να κάνει την καρδιά να χτυπά δυνατά. Κι όσο περνάνε τα λεπτά να γίνεται ακόμα πιο έντονο το χτυποκάρδι. Οι ενδορφίνες στο full, το χαμόγελο λαμπερό, αν και λίγο παγωμένο, μέχρι να φτάσει η στιγμή εκείνη που θα ξαναχτυπήσει το τηλέφωνο για να σου πει «είμαι από κάτω και σε περιμένω», μέχρι να φτάσει το πλοίο, το τρένο, το αεροπλάνο, ό,τι σου φέρνει τον άνθρωπό σου.

Κάπου εδώ τελειώνει η τυραννία σου, το μόνο που αποζητάς είναι η συνάντησή σας κι εκείνο το φιλί, εκείνο το χάδι, κι εκείνο το βλέμμα. Να δεις τον άλλο από κοντά, να τον αγγίξεις, να τον ρωτήσεις πώς είναι. Να σε πάρει μια αγκαλιά και να βάλει το αμάξι μπροστά για να ξεκινήσει αυτή η βόλτα, που τόσο είχες σκεφτεί.

Πλάνα, όνειρα, σωστά ρούχα∙ νόημα δεν έχουν πια, το ‘χεις καταλάβει απ’ το βλέμμα εκείνο που απλά σου εξηγεί πως ακόμα και σε ένα πεζούλι να την βγάλετε, εκεί που είστε να μείνετε, δε τον νοιάζει. Ο λόγος κι η αιτία απλούστατη∙ είσαι εκεί, είναι εκεί, πέρασαν πια εκείνα τα ατελείωτα λεπτά.

Το «πού» ασήμαντο, το «πώς» αδιάφορο, γιατί αυτό που έχει σημασία, αυτοί που έχουν σημασία βρίσκονται εκεί, κι οι δύο πια, μαζί, σε ένα στενό, σε ένα παγκάκι, σε ένα αμάξι που θα πάρει μπροστά, για να οδηγήσει σε μια βραδιά ξεχωριστή, όπως και κάθε λεπτό, που μοιάζει υπέροχο και μοναδικό γιατί ο έρωτας το χρωματίζει και του δίνει το άρωμα εκείνου του ανθρώπου.

 

Συντάκτης: Άννα Αντωνίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη