Οι όμορφες ιστορίες, συνήθως, ξεκινάνε εκεί που δεν το περιμένεις, όταν σίγουρα δεν είσαι προετοιμασμένος γι’ αυτό που θα σκάσει στα επόμενα δευτερόλεπτα. Δευτερόλεπτα που θα σημάνουν τους τίτλους αρχής μιας πολλά υποσχόμενης ιστορίας. Όλα ξεκινάνε από ένα σφηνάκι. Νύχτα λίγο βαρετή- γιατί οι πολύ βαρετές νύχτες καταλήγουν να είναι αυτές που είναι αδύνατον να ξεχάσεις. Έχεις βγει λοιπόν -δεν ήθελες και πολύ για να τα λέμε, προτιμούσες την αγκαλιά του Μορφέα από το να είσαι έξω-, είπες να μη χαλάσεις το χατήρι στο κολλητάρι και συνένοχο σε όλα τα εγκλήματα. Η νύχτα κυλάει ήρεμα, ποτά, λίγος χορός γιατί περισσότερο σε κουνάνε πάρα χορεύεις, με σένα να ονειρεύεσαι το μαξιλάρι σου. Περνάτε τα μαγαζιά με τη σειρά, μέχρι που έρχεται η ατάκα λύτρωση για σένα: «έλα, πάμε για ένα τελευταίο και μετά φεύγουμε». Τόση ώρα γκρινιάζεις, σχεδόν έφτασε η λύτρωσή σου, σκέφτεσαι.
Πηγαίνετε λοιπόν στο στέκι για ένα τελευταίο. Χαιρετάτε τον φίλο που δουλεύει μέσα από την μπάρα- στέκι είναι άλλωστε, οπότε γνωρίζεστε όλοι μεταξύ σας. Σχεδόν όλοι. Εκεί που περιμένεις να έρθει το ποτό σου, ξαφνικά από το πουθενά έρχεται ένα σφηνάκι. “Στην υγεία μας” ακούς και θεωρείς είναι ότι είναι κάποιος που ξέρεις. Εκεί που είσαι έτοιμος να πεις ευχαριστώ, άγνωστη φάτσα κρατάει ένα σφηνάκι ως δώρο γνωριμίας και στέκεται μπροστά σου. Διστακτικός πια κι αλλάζοντας έκφραση, πιάνεις τον εαυτό σου να χαμογελάει.
Στα κεράσματα από άγνωστους υπάρχουν τρεις τρόποι ν’ αντιδράσεις: είτε τα δέχεσαι μ’ ένα αμήχανο, τυπικό μειδίαμα, είτε απαντάς μ’ ένα ευγενικό “όχι ευχαριστώ”. Η τρίτη επιλογή είναι ένα ηλίθιο χαμόγελο που προμηνύει πως τα μπλεξίματα είναι έτοιμα να ξεκινήσουν. Όπως τώρα.
Ναι, κάτι σου αρέσει, κάτι που δεν μπορείς να εξηγήσεις. Ξαφνικά το ένα σφηνάκι φέρνει το άλλο και το «στην υγεία μας» μετατρέπεται σε συζήτηση. Χαμόγελα, αστεία, αγγίγματα και μια χημεία που άντε να της γλυτώσεις. Υπάρχει λύση, να φύγεις, μα δε θες. Τώρα δε σε νοιάζει το κρεβάτι σου, μα να μάθεις περισσότερα για τον άλλον. Ξαφνικά η μουσική δεν είναι καν τόσο δυνατή κι ακούς μόνο τη φωνή του, η ώρα δεν είναι και τόσο περασμένη και δε σκουντάνε δεξιά κι αριστερά. Κουβέντα στην κουβέντα, φτάνει το μαγαζί ν’ αδειάσει κι εσύ ούτε που έχεις πάρει χαμπάρι τίποτα. Γιατί όλα γυρίζουν γύρω από εσάς που ετοιμάζεστε να ζήσετε μια ιστορία που θα θυμάσαι και το επόμενο πρωινό.
Το μαγαζί το κλείνετε στο τελευταίο καμπανάκι γιατί πρέπει να πάνε σπίτια τους οι άνθρωποι. Πιάνεις τον εαυτό σου ν’ αγχώνεται στον αποχωρισμό. Σκέφτεσαι “τι γίνεται τώρα, αυτό ήταν;”. Το στρες και την αμφιβολία αυτή έρχεται να τα διαλύσει το άλλο πρόσωπο, που σου προτείνει να πάτε να φάτε κάτι για πρωινό- κοντεύει να ξημερώσει άλλωστε. Ακολουθείς γιατί πολύ απλά δε θες να τελειώσει, γιατί δε θες ακόμα να το αφήσεις να χαθεί. Χαιρετάς το κολλητάρι λοιπόν και χάνεσαι μαζί μ’ εκείνο το άτομο, στον πιο κοντινό φούρνο που θα έχει ανοίξει για να βρείτε κάτι να φάτε. Παίρνετε τ’ απαραίτητα, μπαίνετε στο αμάξι, διαλέγοντας ένα σημείο της πόλης που δεν ήξερες καν πως υπάρχει. Πόσο όμορφη μοιάζει η ανατολή απ’ εκεί.
Το ξημέρωμα σάς βρίσκει μαζί, να μιλάτε, να πίνετε καφέ και να τρώτε κάτι από έναν τυχαίο φούρνο. Τόσο απλό και τόσο μαγικό ταυτόχρονα. Κι ίσως πολλά δειλινά κι ανατολές να σας βρουν μαζί, με αφετηρία τούτη, που βγαίνοντας ο ήλιος ανταλλάζετε το πρώτο σας φιλί. Γιατί κάπως έτσι ξεκινάνε όλα. Από ένα σφηνάκι, σ’ έναν καφέ, κι έπειτα, στο “για πάντα”.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου