Αντίο: Μία λέξη, πέντε γράμματα που βαλμένα σε σειρά φτιάχνουν μια έννοια που έχουμε συνδυάσει με τη μονιμότητα της απουσίας, τη θλίψη, τα δάκρυα, έναν αποχαιρετισμό που δεν ήταν εύκολο να συμβεί. Δεν ξέρω και κανέναν που να νιώθει ευχάριστα αφήνοντας πίσω του ανθρώπους που αγαπά, ή ακόμα χειρότερα, να είναι εκείνος που μένει πίσω, βρισκόμενος στη θέση να πρέπει να αποχαιρετίσει εκείνους που δεν ήθελε να φύγουν από τη ζωή του.
Τα αντίο είναι συνώνυμα με τα βουρκωμένα μάτια. Τα λόγια που ειπώθηκαν τελευταία στιγμή κι εκείνα που κρατήθηκαν ανείπωτα. Είναι όμως και μια μείξη καμιά φορά χαράς και λύπης, φτιάχνοντας ένα ολοκαίνουριο συναίσθημα. Γιατί υπάρχουν κι εκείνοι οι αποχαιρετισμοί, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται εκ πρώτης, που λέγονται με χαμόγελο και λήγουν με μια σφιχτή αγκαλιά και μια ελπίδα στον ορίζοντα: επανένωσης, νέας αρχής ή λυτρωτικού τέλους. Αυτά τα, αντίο, τα γλυκά κι όμορφα που ανοίγουν ορίζοντες και νέες περιπέτειες μπροστά σου κι ας κλείνουν πίσω πόρτες, κεφάλαια ή ακόμα κι ολόκληρα βιβλία που μέχρι χθες διάβαζες ή έγραφες εσύ ο ίδιος.
Καμιά φορά, χαιρετώντας κάτι (ή κάποιον) που αγαπάς πολύ είναι κι ο μόνος τρόπος για να βρεις εκείνο το καλύτερο που σε περιμένει στη γωνία. Κι ας το σκέφτεσαι πριν το τολμήσεις, κι ας μην έχεις την υποστήριξη που τόσο περίμενες. Είναι η απόφαση ν’ αφήσεις πίσω μια ρουτίνα που είχε γίνει λιγάκι βαρετή, λίγο περισσότερο αποπνικτική κι έκλεβε μέρα με τη μέρα κομμάτια σου που ήθελες να κρατήσεις. Αυτά τα κομμάτια σου λοιπόν ήρθε η ώρα να τα ξαναβρείς κι έπειτα ν’ ανακαλύψεις καινούρια. Έναν νέο εαυτό ή έναν παλαιότερο που είχες ξεχάσει πως έχεις.
Τα αντίο είναι απαραίτητο να λέγονται γιατί κάποιοι κύκλοι είναι η ώρα τους να κλείνουν. Κι αν είναι η σωστή στιγμή για να ειπωθούν, φέρνουν χαρά. Να γυρίζεις, λοιπόν, σελίδες αν δε σου κάνουν, αν μέσα σ’ αυτές χάνεις εσένα. Κι αν δεν ξέρεις αν είναι η σωστή στιγμή και φοβάσαι περισσότερο τον πόνο, σκέψου πότε ήταν η τελευταία φορά που χαμογέλασες για σένα, πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανες μια σκανταλιά και την απήλαυσες χωρίς να νιώσεις ντροπή ή ενοχή. Σκέψου πότε έζησες με μοναδικό πρωταγωνιστή εσένα και το μικρό παιδί μέσα σου έπαιξε κι έφερε σβούρα τον κόσμο. Αν η απάντηση που έχεις να σου δώσεις είναι πως πάει πια πολύ καιρός κι ούτε που θυμάσαι, τότε είναι καιρός να δεις αν πρέπει να ξεστομίσεις το αντίο που σε κρατά μακριά απ’ όλα αυτά τα υπέροχα.
Τότε, θα δεις την ψυχολογία σου ν’ αλλάζει, γιατί κάθε μέρα, πια, δεν είναι ίδια με την προηγούμενη. Γιατί τώρα πια όλα τα καινούρια που έχεις ν’ ανακαλύψεις σε εξιτάρουν, προκαλεί μια μικρή ηδονή αυτή η περιπέτεια, αυτό το άγνωστο που απλώνεται μπροστά σου που ξεπερνά τη λύπη για όλα τα παλιά και γνώριμα που άφησες. Θες τους ανθρώπους, θες τα μέρη, θες η καινούρια δουλειά, τα καινούρια φλερτ, όλα μοιάζουν κάπως πιο όμορφα, λίγο πιο ανέμελα γιατί δεν κουβαλάνε μαζί τους τις αποσκευές του παρελθόντος. Σίγουρα θα υπάρξουν και παγίδες, αλλά γι’ αρχή θα επιλέξεις να τις αγνοήσεις γιατί καμία νέα αρχή ποτέ δε γίνεται χωρίς πίστη και λίγη αφέλεια. Ώρα να γεμίσεις με καινούριες γρατσουνιές λοιπόν. Δεν πειράζει, τόσο καιρό μοιρολογούσες τις παλιές και τι κατάλαβες;
Να θυμάσαι πως αν είναι μ’ ανθρώπους που πραγματικά αγαπήθηκες, θα είναι αντίο που δε θα πληγώσουν τις καρδιές. Θα περάσουν με μια νότα νοσταλγίας, αφήνοντας τον καθένα να ζήσει αυτό που του αναλογεί. Θα είναι δύσκολα σίγουρα, θα τεστάρουν την αδράνεια και τη συνήθεια, μα τελικά θα είναι ένα γεγονός χαράς. Γιατί μαζί μ’ αυτά θα έρθει κι αναγέννηση.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου