Παρεξηγήσεις και παρεξηγημένους ανθρώπους σίγουρα θα βρεις πολλούς κι ακόμα περισσότερους όταν το φλέγον ζήτημα είναι το φλερτ και οι σχέσεις. Μα πώς γίνεται οι άνθρωποι και οι συμπεριφορές τους να μπερδεύονται τόσο όταν ακουμπάμε το θέμα αυτό; Και κυρίως, πώς γίνεται να μπερδεύονται όταν στόχος ξεκάθαρα δεν είναι να οδηγηθούν στο «μαζί»; Γίνεται και μάλιστα σε παρεξηγήσεις τέτοιες μπαίνει συχνά ο ένας σε ρόλο θύτη κι ας προσπαθούμε με νύχια και με δόντια να βγάλουμε από πάνω μας αυτή τη ρετσινιά. Του ανθρώπου που χειρίζεται κάποιον άλλον, τον κράτα με αόρατα σχοινιά δίπλα του και με, εξίσου αόρατες, υποσχέσεις πως θα του δώσει τα πάντα, ενώ δεν είναι διατεθειμένος να δώσει τίποτα. Γιατί όμως να υπόσχεται χωρίς να σκοπεύει να δώσει; Ο λόγος είναι πως οι ελπίδες που δημιουργούνται λειτουργούν τελικά καταλυτικά.
Το φλερτ είναι μια κατάσταση που αδιαμφισβήτητα όλοι λατρεύουμε και είτε λίγο είτε περισσότερο, χρησιμοποιούμε πού και πού για να μεγαλώσει το «εγώ» μας. Να νιώσουμε σημαντικοί. Ο παράγοντας του αμοιβαίου υπάρχουν φάσεις, λίγο πιο σκοτεινές, που δε μας ενδιαφέρει και πολύ. Και ίσως να το βλέπουμε, να το ξέρουμε ότι οι προθέσεις δεν είναι οι ίδιες, κρυβόμαστε όμως πίσω από επιχειρήματα κι ανούσιες δικαιολογίες -που ίσως να ήταν αποδεκτές σε ένα δικαστήριο, να ακούγονται τυπικά σωστές- μα ουσιαστικά απέχουν πολύ από το σωστό. Ας πάρουμε από την αρχή την ιστορία κι ας είμαστε λίγο ειλικρινής. Να παραδεχτούμε πως σίγουρα έχουμε βρεθεί στη θέση αυτή που κάποιον χρησιμοποιεί, που κάποιον κρατάει απλά για να τον έχει κι όχι γιατί τον χρειάζεται ουσιαστικά. Απλά για να μεγαλώσει εκείνο το «εγώ» που λέγαμε. Αυτό που κάποιοι παλιότερα ίσως να το πλήγωσαν, να το πάτησαν και να το τσαλαπάτησαν. Που κάποιοι ίσως δεν εκτίμησαν. Τώρα λοιπόν, υπάρχει ένας άνθρωπος μπροστά που μας φέρεται σαν σε Θεό και θα τον αφήσουμε; Νιώθουμε να τον έχουμε ανάγκη ουσιαστική, όχι για να τον ερωτευτούμε, μα για να βάλει ένα χεράκι να ερωτευτούμε λίγο ξανά τον εαυτό μας.
«Όχι, όχι, δεν κάνω εγώ τέτοια πράγματα, δε θα πληγώσω ποτέ έναν άνθρωπο όπως κάποτε είχαν πληγώσει εμένα», «Εγώ είμαι ειλικρινής με αυτόν που έχω απέναντί μου, ψέματα ποτέ δεν του είπα», «Κολακεύομαι σίγουρα, ποιος όμως δε θα κολακευόταν βλέποντας ανταπόκριση στη γοητεία του αυτή καθαυτή;», «Εγώ ανταπόκριση δε δείχνω, ευχαρίστηση και μόνο, δεν είναι το ίδιο» τέτοια λέμε στον εαυτό μας.
Επιδιώκουμε λίγο πολύ αυτές τις παρεξηγήσεις. Χρησιμοποιούμε λόγια όπως «μου αρέσεις», αλλά παραλείπουμε το «αλλά όχι τόσο, όσο εγώ σε εσένα», λέμε το «Ξέρεις αλήθεια κολακεύομαι» και παραλείπουμε το «μα δεν είμαι έτοιμος να κάνω κάτι πιο σοβαρό μαζί σου», λες και είναι αυτονόητα. Και κρατάμε έτσι τη συνείδησή μας καθαρή. Ξεκάθαρα μοιάζουν αυτά τα λόγια, είναι το ένα η συνέχεια του άλλου. Ίσως και οι προθέσεις να μοιάζουν ειλικρινείς. Μα έλα που αυτά τα «ειλικρινή λόγια» οι πράξεις δεν τα ακολουθούν. Εκείνα είναι γεμάτα ελπίδες για κάποιον που όταν γουστάρει, μεγεθύνει μικρές κινήσεις και χαμόγελα και τα βαφτίζει έρωτα. Όπως και τα αγγίγματα, στο ίδιο τα μεταφράζει. Κι έρχονται όλα και χτίζουν την ψευδαίσθηση πως πρόκειται για περίπτωση που θέλει απλά λίγη παραπάνω υπομονή.
«Δεν μπορώ να παίρνω την ευθύνη αν ο άλλος θέλει, αν συμβιβάζεται και βαφτίζει έρωτα πράγματα που δεν είναι, δεν είναι και κανένα μικρό παιδί δα» Δικαιολογίες που έχουμε σκεφτεί κι εσύ κι εγώ, τώρα που μιλάμε μεταξύ μας ας το παραδεχτούμε. Η καψούρα είναι τελικά το ποτιστήρι και ο εγωισμός μας η γλάστρα που διψάει για νεράκι, για αυτό κοιτάμε λιγάκι να μπαλώσουμε και τα όσα κάνουμε στραβά.
Υπάρχει όμως μια παγίδα σοβαρή σε όλο αυτό το πάρε-δώσε, κυρίως όταν το «παίρνω» καταλήγει πολύ παραπάνω από το «δίνω». Ας μην ξεχνάμε πως οι θέσεις αλλάζουν, οι ρολόι επίσης, πολύ εύκολα θα βρεθούμε ξανά στη θέση του άλλου. Και είναι ίσως άβολο να δεχτούμε ότι θα βρεθούμε στη θέση του «θύματος» αν αρνούμαστε εξαρχής ότι υπήρξαμε και θύτες. Σίγουρα όμως και με ακρίβεια σχεδόν μαθηματική, θα ξαναβρεθούμε εκεί. Ας κοιτάμε λοιπόν τη συμπεριφορά μας πιο ουδέτερα και ας σταματήσουμε να παίζουμε με λέξεις και να αφήνουμε ερωτηματικά.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη