Η πιο ωραία συνήθεια μπορεί, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, να γίνει η πιο ενοχλητική. Ας το παραδεχτούμε πως όλοι αγαπάμε το σεξ -άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο. Υπάρχουν χιλιάδες αλλιώτικοι τρόποι για να κάνεις σεξ, πόσο μάλλον για να το απολαύσεις. Η ευχαρίστηση, λένε, έρχεται μαζί με φωνές ηδονής και γέλια χαράς, γιατί το σωστό σεξ θέλει τη φασαρία του. Το κρεβάτι στη μούγκα δεν είναι ενθαρρυντικό σημάδι, μάλλον κάτι πάει στραβά, δηλαδή. Γιατί όταν είναι καλό, όταν είναι πάρα πολύ καλό, μπορεί να σηκώσει όλη τη γειτονιά στο πόδι, λένε, απ’ τις κραυγές. Κι ακούγεται υπέροχο το να σου συμβεί κάτι τέτοιο, αρκεί να μη βρίσκεσαι στην πλευρά της γειτονιάς, να μην είσαι ο ακουστικός μάρτυρας αλλά ο πρωταγωνιστής.

Τι γίνεται, λοιπόν, όταν δε συμμετέχεις εσύ στην ταινία, αλλά είσαι αναγκασμένος να ακούς ουρλιαχτά κι ήχους απόλαυσης να σπάνε τα ντεσιμπελόμετρα, χωρίς να βγαίνουν, όμως, απ’ το στόμα σου ή να οφείλονται σε εσένα; Ας είμαστε ειλικρινείς, το τερατάκι της ζήλιας λογικά ξυπνά, τόσο που πρασινίζεις ολόκληρος και κατεβάζεις καντήλια, γιατί –τάχα, δήθεν– δε σε αφήνουν να κοιμηθείς.

Ξέχασες, όμως, μικρέ μου εγωιστή, πως κάποτε πήγαινες κατευθείαν για δουλειά ή για να δώσεις το πιο δύσκολό σου μάθημα στη σχολή, χωρίς ίχνος ύπνου. Τώρα σε ενοχλεί; Γιατί δεν αφήνεις τον κόσμο να χαρεί; «Ας κάνουν ό,τι θέλουν, αρκεί να μ’ αφήσουν να κοιμηθώ» θα βιαστείς ν’ απαντήσεις. Μα, κακή μου πεθερά, όταν κάνεις σεξ –κι ειδικά όταν το απολαμβάνεις– δε σε νοιάζει τίποτα και κανένας. Φαντάζονται ότι τους έχει ακούσει όλη η πολυκατοικία, μα καρφάκι δεν τους καίγεται.

Κι αν την επόμενη σε πετύχει στο ασανσέρ ή στην είσοδο και πέσετε μούρη με μούρη, όσο κοιτάζεις εσύ με αυτό το περίεργο βλέμμα, σου ρίχνει εκείνο το ωραίο ένοχο χαμόγελο. Μπορεί να μεταφραστεί κι ως «Ναι, το ξέρω ότι με άκουγες και δε σε άφησα να κλείσεις μάτι και συγγνώμη, βρε γειτονάκι, μα θα το ξανακάνω».

Κι εσύ μένεις να αναρωτιέσαι τι αμαρτίες πληρώνεις και να καταριέσαι λίγο τους πάντες και τα πάντα. Σου φταίει η ζέστη που κρατά τα παράθυρα ανοιχτά κι ο κατασκευαστής της πολυκατοικίας, που δεν ήξερε τι σημαίνει «ηχομόνωση» κι έκανε τους τοίχους σαν τσιγαρόχαρτο. Και το μάτι γαρίδα, και τα νεύρα σαν λαμπάκια κόκκινα να ανάβουν -ίσως βγαίνουν και καπνοί απ’ τα αφτιά.

Και την επόμενη, πάλι τα ίδια. Οι απέναντι δίνουν πόνο, σαν γεναριάτικα γατιά. Πού να κοιμηθείς με τόση φασαρία; Σηκώνεσαι να κάνεις ένα τσιγάρο, μπας κι ηρεμήσεις και κοιτάς το ρολόι για να δεις πως πήγε 4 το πρωί, με ‘σένα να σιχτιρίζεις και να παρακαλάς το μαρτύριό σου να τελειώσει, μπας και κοιμηθείς δύο ώρες τουλάχιστον.

Κι εκεί που καπνίζεις, σταματάς να ακούς φωνές και σκέφτεσαι πως επιτέλους θα κοιμηθούν. Σβήνεις γρήγορα-γρήγορα τη γόπα και πας στο κρεβάτι σου. Μάντεψε, όμως. Μόλις πας να κλείσεις το βλέφαρο ξεκινά κι ο πρώτος αναστεναγμός. Ένα μπανάκι έκαναν, βρε, οι άνθρωποι κι επέστρεψαν για τη συνέχεια. Απόψε κάποιοι θα φτάσουν στον παράδεισο και εσύ στην κόλαση, σκέφτεσαι.

Η αϋπνία έχει χτυπήσει για τα καλά τα νεύρα σου και πια δεν είναι αστεία τα πράγματα. 5 το πρωί, σκέφτεσαι τρόπους εξόντωσης. Στη φυλακή θα σε στείλουν ο άτιμοι. Κι είναι κι ωραίο παιδί το γειτονάκι σου, συνειδητοποιείς, όσο ακούς τα κατορθώματά του. Οπ, τι έγινε αρχίζεις να τον βλέπεις διαφορετικά; Η αϋπνία φταίει, αυτήν κατηγορείς. Μέχρι που με τούτα και με ‘κείνα πήγε 6 κι εκείνοι δεν έχουν σταματήσει στιγμή. Κάπου εκεί το κουρασμένο σου μυαλό αφήνει τη φαντασία ελεύθερη, βάζοντας εσένα στη θέση των φασαριόζηδων. Κατάφεραν να σε αναστατώσουν και βάζεις το μαξιλάρι στα αφτιά σου μπας και διώξεις λίγο τον ήχο και τις σκέψεις σου. Δεν τολμάς καν να κοιτάξεις το ξυπνητήρι σου και να που ξημέρωσε.

Πας να κάνεις μπάνιο, να ετοιμαστείς για δουλειά, γεμίζοντας πρώτα δύο μεγάλες κούπες καφέ. Τα νεύρα κι οι μαύροι κύκλοι δεν κρύβονται. Κλείνεις την εξώπορτα για να πέσεις πάνω στους ενόχους που σε κοιτούν σαν πεντάχρονο που μόλις έφαγε κρυφά παγωτό. Ευτυχώς που φοράς μαύρα γυαλιά και δεν είδαν το δολοφονικό σου βλέμμα. Κρυφά μέσα σου τους καμαρώνεις κι εύχεσαι να σου τύχει σύντομα. Έτσι, για να τους ανταποδόσεις και την αϋπνία.

 

Συντάκτης: Άννα Αντωνίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη