Αδέρφια: αυτοί οι μικροί τύραννοι που μεγαλώνουμε μαζί στο ίδιο σπίτι. Πόσες και πόσες φορές το ‘χουμε γκρεμίσει, με μια μαμά να φωνάζει να μην τσακωνόμαστε, εμάς να σταματάμε για λίγα δευτερόλεπτα και μόλις δε μας κοιτούσε πάλι απ’ την αρχή! Θυμάσαι, αδερφούλη; Που έλεγες ότι δεν το έκανες εσύ; Κι εγώ γούρλωνα τα μάτια μου, με εκείνο το στραβό βλέμμα, που ακόμα και τώρα, που τις σκανταλιές πίσω αφήσαμε, το ίδιο παραμένει.
Είναι τύχη μεγάλη κι ευλογία να ‘χεις αδέρφια, κι ας μη μοιάζει έτσι κάποιες φορές, γιατί βασανίζουμε ο ένας τον άλλον. Περνάει από πολλές φάσεις η σχέση μεταξύ αδελφών, αλλά αν χτίσεις μια ειλικρινή γερή βάση, τότε δημιουργείς κάτι μοναδικό, που όλοι ζηλεύουν και λαχταρούν.
Πόσες και πόσες σκανταλιές έχουν γίνει, πάντα σχεδόν διαφορετικές, αναλόγως του χαρακτήρα του κάθε αδελφού. Ο ένας θα ‘ναι εκείνο το μικρό ζιζάνιο που δεν μπορεί να κάτσει στιγμή ήσυχο κι ο άλλος ο ισορροπιστής, που κάποτε παρασύρεται κι άλλοτε όμως παρασύρει.
Η αλήθεια, δε σου ‘χει κάνει και λίγα το αδέρφι σου. Ήταν εκεί, όταν κρυφά κάπου στην εφηβεία πήγες να πάρεις το πακέτο του μπαμπά να δοκιμάσεις ένα τσιγάρο, κι έτρεχε λέγοντας πως θα το πει στη μαμά. Από πίσω κι εσύ να τον προλάβεις, να τον σκοτώσεις. Κατά βάθος, ήξερες ότι πότε δε σε κάρφωσε πουθενά, η απειλή απλώς αρκούσε για να αρχίσει μεταξύ σας φασαρία.
Στην πραγματικότητα, είναι το μόνο άτομο που πάντα σε κάλυπτε, στήνοντας ομηρικούς καβγάδες για χάρη σου, χωρίς ποτέ να το μάθεις. Όποιος τολμούσε να σε κοιτάξει, τον αποκεφάλιζε απευθείας, κι ας νόμιζες ότι σου έκανε χαλάστρα. Γι’ αυτόν θα ‘σαι πάντα το μικρό του αδελφάκι, εκείνο που δε σηκώσει βλέμμα απ’ τα βιβλία και δεν ξέρει από κακούς και τέρατα, παρά μόνο της λογοτεχνίας.
Όχι ότι πήγαινες πίσω. Άλλωστε, ήσουν εσύ που έβρισκες απίθανες δικαιολογίες για να αδειάσει το σπίτι, ώστε να φέρει το αμόρε στα κρυφά: κανένας δεν το μάθαινε. Και μετά εσύ πάλι ήσουν που από χιλιόμετρα καταλάβαινες ποτέ ερωτευόταν, δεν μπορούσε ποτέ να σου κρυφτεί. Να τον μαλώνεις που άλλαζε τα φλερτ σαν τα πουκάμισα, που αν το καλοσκεφτείς, τόσα πουκάμισα ποτέ δεν είχε. Σε κάνει ώρες-ώρες να αναρωτιέσαι πώς γίνεται να ‘στε τόσο διαφορετικοί, το ίδιο DNA μοιράζεστε, πίνετε τον καφέ ίδιο και ας γκρινιάζει πως ούτε και τώρα, τόσα χρόνια μετά, δεν τον πετυχαίνεις.
Κι έρχεται η ώρα εκείνη που σου λέει πως θέλει κάτι να σου πει. Χίλια σενάρια περνάνε απ’ το μυαλό σου, τα περισσότερα αρνητικά, ετοιμάζεσαι για το χειρότερο. Όμως σου λέει πως βρήκε τον άνθρωπό του, εκείνον τον ένα, για όλη του ζωή, και κάπου εκεί συνειδητοποιείς πως μεγαλώσατε. Ήρθε η ώρα να ευτυχίσει. Κι όλα γίνονται συνήθως με γοργό ρυθμό, γιατί πάντα έτσι όλα τα έκανε ο παρορμητικός της οικογένειας. Το παιδί που δε μεγάλωσε ποτέ –και γιατί άλλωστε, αφού είναι υπέροχα βασανιστικό πλάσμα– ξαφνικά παντρεύεται. Εκείνος που δεν άντεχε να νιώθει δεσμευμένος παραπάνω από δύο εβδομάδες, εκείνος που γελούσε με τα ζευγάρια. Πρέπει να κρύψεις τη χαρά, να κάνεις το χρέος σου ως αδερφός/αδερφή και να τον κοροϊδεύεις με χίλιους τρόπους· κι εκείνος με τη σειρά του να κάνει ότι τσαντίζεται, μια τελευταία παράσταση της παιδικότητάς σας καθώς μπαίνετε σε άλλη φάση της ζωής σας.
Το σύμπαν, όμως, σείεται συθέμελα όταν σου στέλνει ένα μήνυμα και σου σκάει τη βόμβα. Μία φωτογραφία που σου συστήνει το ανιψάκι σου. Κι όλα πλέον μοιάζουν ένα μεγάλο πάρτι. Το άτακτο εκείνο παιδί θα γίνει γονιός, μεγάλωσε και θα διαιωνίσει το είδος. Ήρθε πάλι η σειρά σου να τον πειράζεις, να τον προειδοποιείς ότι θα τα πληρώσει όλα τώρα, ενώ καταστρώνεις υποχθόνια πλάνα για να εκπαιδεύσεις το νέο μέλος της οικογένειας με απώτερο στόχο να του βγάλει το λάδι.
Το αδερφάκι σου μεγάλωσε. Εκείνο που σου τραβούσε τα μαλλιά, εκείνο που κατουρούσε το κρεβάτι του, τώρα θα ‘χει ένα μικρό πλασματάκι που θα τον κατουράει τον ίδιο. Ωρίμασε απότομα, και μαζί του εσύ θα ‘σαι συνταξιδιώτης σε αυτό το όμορφο νέο κεφάλαιο, γιατί τώρα πια εκτός από αδελφός/αδελφή, θα είσαι και θείος/θεία.
Τι υπέροχο συναίσθημα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη