Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα σχετικά νέο κίνημα, ή με την παρακάτω ανάλυση πιθανό να θυμηθούμε συνήθειες και πρακτικές του παρελθόντος, αποκλείοντας την ιδιότητά του ως νέο. Μόνο που αυτήν τη φορά η πρακτική για την οποία λέμε καταλαμβάνει συλλογικές διαστάσεις δημόσιου οίκτου και ντροπής. Ο λόγος, λοιπόν, για την κουλτούρα της ακύρωσης ή στα αγγλικά cancel culture.
Η κουλτούρα της ακύρωσης είναι η πρακτική στην οποία ένα άτομο ή μια νομική οντότητα εκφέροντας μια προσβλητική, «απαράδεκτη», αμφιλεγόμενη, ή αντισυμβατική άποψη που κρίνεται από μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων ως αποδοκιμαστέα, έχει ως αποτέλεσμα αμέσως να ακυρωθεί. Όχι μόνο η άποψη αλλά και το άτομο μαζί της. Με συνέπεια να σταματάει ο λόγος του να έχει βαρύτητα και να μετράει. Διαγράφουμε ένα πρόσωπο από τη δημόσια σφαίρα με επακόλουθο κάθε πλήγμα σε προσωπικό και οικονομικό επίπεδο. Σκοπός όλου αυτού είναι να επέλθει «δικαιοσύνη», σε εισαγωγικά αφού πολλάκις πρόκειται για ζητήματα υποκειμενικά που δε θεμελιώνονται σε κανένα άρθρο ενός ποινικού νομοθετήματος. Αν αφορά εταιρίες κολοσσούς, ή εκατομμυριούχους και διάσημους, είναι κάπως πιο δύσκολο να προκληθεί η ολική τους καταστροφή, αλλά αν αφορά έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, η κοινωνική του απομόνωση και διάλυση είναι αναπόφευκτη.
Αυτό το φαινόμενο παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, άλλες φορές δικαιώνοντας κι άλλες σαρώνοντας κόσμο -που ίσως και να μην έφταιξε- στο πέρασμά του. Η υπερβολή του φαινομένου εύκολα μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο να φοβηθεί να εκφράσει τη γνώμη του, ή έστω να τη σκεφτεί δύο και τρεις φορές πριν την ξεστομίσει, γιατί αν το κάνει με τις λάθος λέξεις αυτομάτως κανσελάρεται. Ο ζήλος μας για την εξάλειψη συμπεριφορών μας οδηγεί καμιά φορά να κοιτάμε περιστατικά μεμονωμένα, ξεχνώντας συνθήκες ή προηγούμενες συμπεριφορές και βγάζοντας τελείως από την εξίσωση των παράγοντα της απλής λάθος έκφρασης. Ακόμη κι αν ένας άνθρωπος ας πούμε πιστεύει ακράδαντα στην ειρήνη και το έχει αποδείξει άπειρες φορές, αν χρησιμοποιήσει λάθος λέξεις για να εκφράσει αγανάκτηση για οργανισμούς που την υποστηρίζουν, κινδυνεύει να ακουστεί αντίθετος της έννοιας ολόκληρης και να καταλήξει -χωρίς βέβαια ούτε ένα τοις εκατό να ισχύει κάτι τέτοιο- να ακυρώνεται θεωρούμενος ως υποστηρικτής τής, φυσικά απαράδεκτης, αντίθετης άποψης.
Θυμίζει σκηνή από ταινία, όπου ένας εργαζόμενος επειδή λέει την άποψή του απολύεται από τον εργοδότη του ή αναγκάζεται ο ίδιος σε παραίτηση, λόγω της διαπόμπευσής του. Προσοχή όμως. Πόσες φορές στις ταινίες, γνωρίζοντας το background του πρωταγωνιστή, δε νιώσαμε πως κάτι τέτοιο δεν του άξιζε; Ίσως η πρώτη αναφορά σε κουλτούρα ακύρωσης ήταν το 1991 στην ταινία «New Jack City» όπου ο Wesley Snipes υποδυόμενος τον Nino Brown, λέει στο κορίτσι στο οποίο παράτησε, σπρώχνοντας το προς το τραπέζι: “Cancel that bitch. I’ll buy another one”.
Παράδειγμα cancel culture σημειώνεται το 2017, όταν η Kendal Jenner πρωταγωνίστρια μιας διαφήμισης για αναψυκτικό, διασχίζει μια πορεία -με δανειζόμενες εικόνες από το κίνημα Black Lives Matter- και δίνει στους αστυνομικούς ένα κουτάκι. Τότε αυτοί χαμογελάνε και γίνονται ένα με τη διαμαρτυρία. Ο κόσμος ξεσηκώθηκε εναντίον της εταιρίας γιατί αυτή η διαφήμιση κρίθηκε ότι προσβάλει την αξία του κινήματος. Η εταιρία όμως με τη σειρά της, αφού απολογήθηκε, εξήγησε πως ουσιαστικά το μήνυμα που προσπαθούσε να περάσει ήταν αυτό της ενότητας.
Γενικά πολλοί είναι οι celebrities στο εξωτερικό όπου ακυρώνονται για το τι έχουν πει ή τι έχουν κάνει. Από την συγγραφέα των γνωστών βιβλίων του Harry Potter, J.K. Rowling που κατηγορήθηκε για τρανσφοβία, μέχρι τη γνωστή Aμερικανίδα παρουσιάστρια Ellen DeGeneres που κατηγορήθηκε για κακή μεταχείριση των υπαλλήλων της. Και στόχος μας εδώ δεν είναι να κρίνουμε αν ήταν δίκαιο ή άδικο κάτι τέτοιο, αλλά να συνειδητοποιήσουμε την ευκολία με την οποία συνέβη σε άτομα που ο κόσμος πριν λάτρευε και το ρόλο του ίντερνετ και των social media σε όλο αυτό.
Όταν ένας άνθρωπος, διάσημος ή μη, κατηγορηθεί για κάτι που είπε ή έκανε, το συμβάν επεκτείνεται με ταχύτατους ρυθμούς και εξαπλώνεται σε κάθε μήκος του πλανήτη, πολλές φορές πριν καν η κατηγορία επαληθευτεί. Αυτό γίνεται λόγω των social media, όπου οι πληροφορίες και τα γεγονότα τρέχουν και πολλές φορές εμπλουτίζονται σε ένα γραπτό παιχνίδι σπασμένου τηλέφωνου, μέσα από αναρτήσεις και προσωπικά σχόλια που ο επόμενος βλέπει σαν δεδομένες αλήθειες. Και όλο αυτό έχει δύναμη. Η διαπόμπευση του προσώπου παίρνει μεγάλες διαστάσεις και οι αρνητικές επιπτώσεις έρχονται ως φυσικό επακόλουθο. Κυρίως σε θέματα καριέρας και επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, όπου αναγκάζεται να αντιμετωπίσει πολλές πόρτες κλειστές.
Το παράδοξο αυτής της πρακτικής είναι ότι ακόμη κι αν δεν είμαστε εξοικειωμένοι με τον όρο της ακύρωσης, πολλές φορές συμμετέχουμε ενεργά στο κίνημα. Αυτό συμβαίνει κάθε φορά που πατάμε unfollow σε ένα πρόσωπο την ίδια στιγμή που διαβάζουμε τον τίτλο ενός άρθρου, χωρίς να μπούμε στη διαδικασία να κοιτάξουμε ολόκληρη την είδηση, ή κάθε φορά που απορρίπτουμε κάποιον στην προσωπική μας ζωή λόγω μιας φήμης που κάποια στιγμή στο παρελθόν είχαμε ακούσει κι ας μην την επαληθεύσαμε ποτέ. Γινόμαστε ουσιαστικά κριτές και αποφασίζουμε το ποιος είναι ο καλός ή ο ανήθικος και ποιος ο αποδεκτός ή ο ανεπιθύμητος. Ποιος όμως από εμάς δηλώνει ικανός να αποφασίσει το αν ένας άνθρωπος αξίζει ή όχι το πλεονέκτημα της αμφιβολίας ή της ευκαιρίας μιας εξήγησης;
Όπως και να έχει η πρακτική της κουλτούρας της ακύρωσης, λόγω της δύναμης που προσφέρει, συνδυαστικά με την ταχύτητα και την ευκολία συμπερασμάτων εν απουσία στοιχείων, ίσως να είναι κάτι που πρέπει να αμφισβητηθεί. Μόνο και μόνο επειδή κάποιος εκφέρει μια αντίθετη ή διαφορετική γνώμη όχι μόνο ακυρώνεται αλλά εκμηδενίζεται ως άνθρωπος, εξορίζεται ως οντότητα και αμφισβητείται ως προσωπικότητα. Κι όλο αυτό προσφέρει για κάποιον λόγο ηθική ανωτερότητα και αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης. Η κουλτούρα της ακύρωσης δημιουργεί ανισότητες και εμποδίζει τους «ακυρωμένους» ανθρώπους να ξεφορτωθούν ταμπέλες που τους φορτώθηκαν, πολλές φορές άδικα. Το φαινόμενο σε περιπτώσεις αντιτίθεται σε δημοκρατικές αξίες, όπως το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και του λόγου, αλλά και σε κοινωνικές αξίες, όπως το δικαίωμα του καθενός σε μια κακή στιγμή. Σαν ένας σύγχρονος εξοστρακισμός, που δε διαφέρει από την τότε σημασία του στην Αρχαία Ελλάδα όπου εξόριζαν ένα άτομο από την πόλη του επειδή κρινόταν ως επικίνδυνο.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη