Όταν είσαι παιδί και μεταγενέστερα, ακόμη στην εφηβεία, οι γονείς σου σού επιβάλλουν μια σειρά από κοινωνικές υποχρεώσεις κι ένα σωρό από πρέπει. «Πρέπει να έρθεις οπωσδήποτε μαζί μας στο τραπέζι», «Πρέπει την Κυριακή να πάμε εκκλησία, να είσαι έτοιμος στις 8», «Πρέπει να πάμε επίσκεψη το απόγευμα του Σαββάτου». Πρέπει να φας, να πιεις, να κοιμηθείς συγκεκριμένα, όλα με πρόγραμμα. Δικό τους, όχι δικό σου.
Καθώς μεγαλώνεις έρχεται στην επιφάνεια η αμφισβήτηση και η αντιδραστικότητά σου. Δε θες κάθε Κυριακή πρωί να ξυπνάς από τις 7:30 και να είσαι έτοιμος στις 8 για μια προκαθορισμένη ρουτίνα. Θέλεις τους δικούς σου ρυθμούς, το δικό σου ντέφι να βαράει κι εσύ να είσαι ο μόνος που θα χορεύει στη μελωδία του. Έρχεται η στιγμή που δεν αντέχεις άλλο να κρύβεις και να πιέζεις τα συναισθήματά σου. Τότε αντιδράς, σηκώνεις ψηλά το χέρι και φέρνεις τις πρώτες σου αντιρρήσεις, ξεσπάς, φωνάζεις, νιώθεις πως πρέπει να διεκδικήσεις το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης μέσα στο ίδιο σου το σπίτι. Κι αυτό για να έρθει και να κάτσει ως ρουτίνα και καθημερινότητα, θέλει να περάσει από τα σαράντα κύματα της αλλαγής.
Αυτό που θα ακολουθήσει δηλαδή, είναι άνευ προηγουμένου. Στο σπίτι επικρατεί ο κακός χαμός, καβγάδες, φωνές, ρίξιμο ευθυνών και δημιουργία ενοχών. Νιώθεις πολύ άσχημα, αισθάνεσαι ότι αυτή η σύγκρουση, αυτή η διαμάχη δημιουργήθηκε από εσένα, πιστεύεις πως απογοητεύεις προσδοκίες ακόμα κι αν μιλάμε για μια απλή έξοδο. Εσύ είσαι το άτομο το οποίο προκάλεσε αυτή τη λογομαχία και την αναστάτωση μέσα στο σπίτι. Νιώθεις ότι είσαι η αιτία του κακού, ότι έφερες τα πάνω-κάτω.
Το κάλο παιδί που ήσουνα, το πρότυπο παιδιού, έγινε ξαφνικά ανυπάκουο κι ατίθασο. Σήκωσες ανάστημα και τώρα θες να έχεις άποψη, θες να έχεις φωνή, ν’ ακούν αυτά που λες. Αρνείσαι, λες όχι και είσαι περήφανος γι’ αυτό. Βγαίνει από μέσα σου ένα ένστικτο επιβολής όχι ως προς τους άλλους, μα ως προς την εδραίωση των θέλω σου.
Φτάνοντας στην ενήλική σου ζωή ως ελεύθερος πολίτης αντιλαμβάνεσαι ότι τα πρέπει, όχι μόνο δεν έπαψαν να υπάρχουν, αλλά είναι πιο έντονα από ποτέ. Έντονα και φανερά γιατί τώρα έχεις την αντίληψη, την ωριμότητα να τα δεις. Περιτριγυρίζεσαι από πολλούς κοινωνικούς κανόνες. Το αστείο, το ξεκαρδιστικό, είναι ότι το πατρονάρισμα της κοινωνίας μοιάζει τόσο με το οικογενειακό, που είναι σαν δυο τεράστιοι γονείς να σου λένε και πάλι τι να κάνεις, μα αυτή τη φορά όχι με γλύκα κι αγάπη, μα με πιο έντονη από ποτέ την αίσθηση της υποχρέωσης. Επίσης δεν μπορείς να αλλάξεις τους γύρω σου, όπως αντίστοιχα και τους γονείς σου. Αυτά που θεωρούσαν ότι είναι σωστά για σένα, αυτά έπραξαν αναλόγως. Έκαναν ό, τι καλύτερο μπορούσαν, ό, τι θεωρούσαν πιο σωστό, μην τους κατηγορείς.
Βαδίζοντας το δρόμο της ενήλικης ζωής και συνεχίζοντας ν’ ακούς αυτά τα πρέπει, αυτό που κάνεις είναι να βάζεις στόχους και να φτιάχνεις τη ζωή σου με βάση αυτούς. Χτίζεις θεμέλια με τους κοινωνικούς κανόνες. Στο κάτω-κάτω τι είναι κοινωνία; Ποιος ορίζει τους κανόνες; Ξαφνικά αντιλαμβάνεσαι ότι η ζωή που δημιούργησες δεν έχει να κάνει με σένα, δεν είσαι εσύ, δεν είσαι αυτό που ονειρεύτηκες. Είσαι αυτό που σε κάνανε να είσαι.
Τώρα όμως που μεγάλωσες και δεν είσαι πια παιδί δεν μπορείς να ρίχνεις τις ευθύνες σε αγγέλους και διαβόλους. Στην ενήλικη ζωή δεν μπορείς να την κάνεις χτυπώντας όλο αντίδραση την πόρτα του δωματίου σου. Στην ενήλικη ζωή εσύ είσαι υπεύθυνος για τον εαυτό σου. Κανείς άλλος. Κι αυτό είναι πολύ τρομακτικό, μα και μαγικό συνάμα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου