Η πλειοψηφία των ανθρώπων που υιοθετούν την ρεαλιστική αντιμετώπιση του κόσμου, πληγώνονται πολύ περισσότερο από τους ευαίσθητους κι ονειροπόλους.

Όσο σιωπούν, η πληγή βαθαίνει. Όσο η πληγή βαθαίνει, σφαδάζουν τα βράδια ξαπλωμένοι σε βρώμικα κρεβάτια. Όσο σφαδάζουν, μισούν. Κι όσο μισούν, όλο προς την κόλαση βαδίζουν.

Ας ακούσουμε απ’ την κόλαση, λοιπόν, την εξομολόγηση μιας συντρόφου.

«Έρωτας. Περνάνε τα χρόνια και πορεύομαι μόνη. Κάποιος με καταράστηκε να μην μπορώ να αισθανθώ – μηδέν επικοινωνία. Περιφέρομαι άσκοπα, χαρίζοντας τον κορμί μου σε περαστικούς σακάτες που με σαγηνεύουν με σκουπίδια, πνεύμα ελεύθερο και αντικομφορμιστικό, ανοιχτή σε όλες τις προτάσεις. Δεν έμαθα ποτέ να λέω «όχι», όλα μ’ αρέσουν.

Αναλώνομαι νύχτα με νύχτα, χαρίζω την ψυχή μου απλόχερα, πληρώνομαι -κι όχι υλικά- για αυτό, πόρνη πολυτελείας. Κανείς δε μένει με το παράπονο, τα γούστα μου δεν χαρακτηρίζονται από όρια. Η ομορφιά είναι υποκειμενική, αλλά κρατάει μόνο για ένα βράδυ. 

Τα πρωινά σέρνομαι με όψη βιασμένη, έχοντας σχεδόν ακόμα την αίσθηση από το σώμα που με συνόδευε το βράδυ στο κρεβάτι. Μόνο οι σκέψεις μένουν σαν παρέα με τον πρωινό καφέ, μα κι αυτές μέχρι το βράδυ θα έχουν χαθεί.

Ούτως ή άλλως μόνο τον εαυτό μου αγαπώ.

Αλίμονο! Είμαι εγώ κυνικά καταραμένη; Ή είν’ οι άλλοι που απλά κρατούν τα μάτια κλειστά μπροστά στην ρεαλιστική εικόνα των πραγμάτων και δημιουργούν εκείνη την, τόσο ποθητή απ’ όλους, ψευδαίσθηση του έρωτα;

Ερωτευμένοι. Μιλούν για την αγάπη, την οικογένεια, όλοι σε ζευγάρια κάνουν όνειρα για ένα μέλλον εντελώς αβέβαιο. Εγώ κοιτώ. Εγώ δε ζω για τον έρωτα. Δεν αισθάνομαι τίποτα.

Δεν γράφω για αυτόν. Ίσως κάποια φορά να γράψω για την ανάγκη μου να τον συναντήσω. 

Παραμιλώ. Αν θες, μπορούμε να κάνουμε και σεξ. Αν το θες, αν το ζητήσεις, αν το αισθανθείς, έλα και υπόσχομαι να κάνουμε έρωτα.

Άσε άνθρωπε τον εγωισμό σου, παράδωσε μου όλα σου τα σημεία κι εγώ αυτό το βράδυ όλα θα τ’ αγαπήσω, θα τα φροντίσω και θα τα κάνω δικά μου ένα προς ένα. Θα τα φιλήσω και θα τα προσκυνήσω σαν εικόνισμα, το πρωί θα στα επιστρέψω.

Έλα να κάνουμε άγριο πρωτόγονο έρωτα -μα έρωτα!- βαθύ, αληθινό, τι κι αν δεν σε ξέρω. Είναι η μόνη ειλικρινής πράξη που μας απέμεινε, η αγιασμένη εκείνη στιγμή.

Παραμέρισε το υπέρτατο σου «εγώ», αφέσου και να δοθείς ολοκληρωτικά για να γίνεις ένα απόψε με ‘μένα. Άσε με να σε γευτώ, καθώς θα μου αποκαλύπτεις τον κόσμο σου όλο, έλα να απολαύσουμε με ένα σώμα τον άγιο ετούτο καρπό που με χάρη μας εδόθη.

Προσπαθώ να κάνω όνειρα, να ξυπνήσω την ελπίδα μέσα μου, να πιστέψω στους φίλους, στην οικογένεια, στις σχέσεις. Μα πιο πολύ στον εαυτό μου. Κι όσο πλάθω ιστορίες και η φαντασία μου καλπάζει, η πραγματικότητα γίνεται μαύρο μελάνι που κατά λάθος κάθε φορά θα σκουντήξω – η ατσούμπαλη- και θα καλύψει όλες τις εικόνες.

Θυμάμαι τον λόγο μιας γερασμένης γυναίκας: «Ποιος άντρας θα σε πάρει έτσι όπως κατάντησες;».

Ήθελα τόσο πολύ να απαντήσω: «Ποιος με έχει πάρει είναι το ερώτημα; Μάλλον αναρωτιέσαι ποιος θα μ’ αγαπήσει. Πιθανότατα κανείς. Ο έρωτας είναι ένα εμπορικό τέχνασμα. Μην γελιέσαι.» , μα συγκρατήθηκα, είπα να σεβαστώ την ηλικιακή διαφορά που είχαμε. Αλλά η αλήθεια είναι πως, ξέροντας πως δεν θα δεχόταν τίποτα από αυτά που είπα, δεν είχα καμία διάθεση να ανοίξω φιλοσοφικές συζητήσεις περί ερώτων και φαντασιοπληξίας.

Είναι και κάτι βράδια σαν αυτό που ανακαλύπτω τα σημάδια και τις πληγές στο κορμί μου από χθες. Με πονάνε. Αλλά ορκίζομαι στον εαυτό μου πως είναι παροδικό, το σώμα μου έτσι κι αλλιώς δεν είναι πλέον δικό μου, είναι δοσμένο ολοκληρωτικά στους αποτρόπαιους εραστές μου. Ένας προς έναν, επιφανειακά τομάρια που γαμιούνται μ’ ότι βρεθεί στο διάβα τους.

Μα όπως ανέφερα και παραπάνω, η σεξουαλική πράξη είναι η τελευταία ειλικρινής πράξη που μας έχει απομείνει, ανόητοι, μην το εξευτελίσετε κι αυτό. Μη στήνετε τα θεμέλια του με ψέματα.

Περνάω και κάτι βράδια μου σε μπαρ, ρουφώ ποτά, καίω ζωή στα τσιγάρα και εξευτελίζω το εγώ μου, καταραμένη να υποδέχομαι με ανοιχτά τα πόδια κάθε κομπλιμέντο. Κι εγώ κάθε φορά κάνω έρωτα, μοιράζομαι κομμάτια του εαυτού μου, κάθε φορά δωρίζω και λίγο από την ψυχή μου. Εξαντλείται. Κάποια στιγμή θεωρώ πως θα στερέψει.

Ας ερωτευόμουν, κι ας ήτανε ο πιο σκληρός, γεμάτος αγκάθια έρωτας, θα πονούσα. Κάτι είναι κι αυτό, τουλάχιστον θα αισθανόμουν κάτι. 

Σχεδόν δεν έχει περάσει ούτε ένα λεπτό από τότε που όλα αυτά έλαβαν χώρο μες το κεφάλι μου, κοιτώντας το άδειο κατάλευκο ταβάνι σκέφτομαι πως κάπως έτσι κενός πρέπει να είναι ο παράδεισος. Και παίρνω την απόφαση να πάω στην κόλαση.

Ο πόνος είναι πιο ευχάριστος από την στασιμότητα και την μισαλλοδοξία.

Ο πόνος είναι καλύτερος από το τίποτα. Δεν αισθάνομαι τίποτα. Δεν αισθάνομαι. Τίποτα!»

 

Συντάκτης: Τσαμπίκα Βασιλειάδη