Άλλοι πίνουν αλκοόλ, άλλοι χασίσι, άλλοι χάπια, κι εγώ; Τι πίνω εγώ; Ψευδαισθήσεις! Κι η εξάρτηση καταστροφική. Τόσα πολλά τα χρόνια, κι εγώ εκεί, να εθελοτυφλώ. Μέσα στο ψέμα μου, στο παραμύθι μου, σε μια πραγματικότητα που παρουσίαζα στον εαυτό μου με απόλυτη πειστικότητα.
Μέχρι που την ξεγέλασα την αφεντιά μου, τόσο είχε μπει στο πετσί μου το προσωπείο μου. Ακόμα και να με πλήρωναν, τόσο καλά δε θα ερμήνευα αυτόν τον ρόλο. Στιγμή δε μ’ άφηνα να δω. Ο ακατάλληλος άνθρωπος, την πιο λάθος στιγμή κι εγώ να με ‘χω πείσει ότι το σκοτάδι είναι το καλύτερο ηλιοβασίλεμα. Όλα είναι συνήθεια. Το ‘κανα κομμάτι μου εκείνο το σκοτάδι και το βάφτισα λιόγερμα.
Έπλαθα την ιδανική ιστορία, για να ‘μαι εκεί. Στη μοναξιά μου, που τη φώναζα χαϊδευτικά «σχέση». Μόνιμα να περιμένω αυτό που δεν ήρθε ποτέ, που όταν ερχόταν ήταν άρρωστο κι όσο παίρνει εξευτελιστικό. Αγνοώντας όλα όσα θα μ’ έκαναν να μην ένιωθα καλά, κουκουλώνοντας εκείνα τα σημάδια που μου έλεγαν ότι πρέπει να φύγω. Δεν άκουγα, δεν ήθελα ν’ ακούσω. Μπορεί και να μην άντεχα ν’ ακούσω, γιατί αν μια στιγμή το έκανα, θα έπρεπε να αντικρίσω την πραγματικότητα, να σεβαστώ τον εαυτό μου και να φύγω.
Με τι δύναμη να ‘φευγα; Αναρωτήθηκε κανείς αν είναι εύκολο να πιστέψεις μόνο στο εγώ σου; Τέσσερα γράμματα η λέξη «φύγε», όμως πόσο βάρος έχουν αυτά τα γράμματα! Να έφευγα πάλι και να πήγαινα πού; Ποιος αντέχει να κλείνει μια πόρτα και να μην ακούει τίποτα. Αυτή η νεκρική σιγή μ’ ανατρίχιαζε κι έτσι επέλεγα να μη βλέπω, να μην ακούω.
Όσο την έκανα εικόνα, τόσο έπινα ψευδαισθήσεις. Έβρισκα ψίχουλα για να κρατηθώ ζωντανή. Κατάφερα να ζήσω πολλά χρόνια μ’ αυτά τα ψίχουλα. «Να ζήσω!» Έτσι νόμιζα ότι ζω. Γελάω! Κλαίω! Παρανοώ, όταν σκέφτομαι το τότε. Μια σχέση που μόνη μου την ονόμασα «σχέση», για να καταφέρω ν’ αναπνέω. «Η αγάπη είναι τυφλή.» Λυπάμαι που θα μου το χαλάσω, αλλά δεν είναι η αγάπη τυφλή, εγώ εθελοτυφλούσα.
Και σήμερα θα σου πω ότι ήξερα. Όπως κι εσύ ξέρεις! Αλλά έμενα, όπως κι εσύ μένεις. Όμως έφυγα αργά και με τερμάτισα. Γράφω αυτές τις γραμμές για να σε προλάβω. Να φύγεις νωρίτερα απ’ ό,τι έφυγα εγώ.
Για ένα λόγο. Για να μη στερέψει το κουράγιο σου και να μπορείς να ξαναδοκιμάσεις. Όλοι αξίζουν να ξαναδοκιμάσουν. Όμως θέλει αντοχές και θάρρος μια νέα αρχή, θέλει επουλωμένες πληγές, αλλιώς πονάνε οι παλιές και όσο τσούζουν, θέλουμε χρόνο να συνέλθουμε. Τα μεγάλα τραύματα απαιτούν χιλιάδες κύκλους του ρολογιού.
Κι εγώ αυτό έπαθα. Έκανα τις πληγές μου τεράστιες κι ο χρόνος της επούλωσης δεν έρχεται. Και πιάνω τον εαυτό μου πάλι να εθελοτυφλεί. Τώρα σ’ ένα άλλο σκοτάδι. Στην ψευδαίσθηση ότι η μοναξιά είναι επιλογή κι είναι διαχειρίσιμη. Είναι! Αλλά όχι για πάντα, είναι για λίγο. Τόσο όσο χρειάζεσαι για να βρεις τον εαυτό σου, τα κομμάτια σου, τις απαντήσεις σου. Να σε βρεις και να ανασυγκροτηθείς.
Όμως έφυγα απ’ τα τέσσερα γράμματα και μου ανέβασα τον πήχη. Πέρασα στη μοναξιά τώρα, με επτά γράμματα, με μεγαλύτερο φορτίο, και να με δω πότε θα πάψω να εθελοτυφλώ ότι είναι επιλογή.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη