Υπάρχουν άνθρωποι στη ζωή μας που ‘ναι σημαντικοί για ‘μας κι όμως ενώ θα θέλαμε να τους νιώσουμε και να τους βοηθήσουμε, κάποιες φορές δεν το έχουμε καταφέρει στο βαθμό που θα θέλαμε. Συνήθως προσπαθούμε απ’ τα υπονοούμενα να καταλάβουμε τι σκέφτεται ο συνομιλητής μας, πώς νιώθει και ποια είναι τα κίνητρα των αντιδράσεών του. Και στη συνέχεια μπαίνουμε στη διαδικασία ν’ αρχίσουμε την κριτική και να βρούμε λύσεις· τις δικές μας λύσεις. Βοηθάει, όμως, αυτό;
Μέσα απ’ αυτές τις γραμμές θα παρουσιαστεί η διαφορά που έχει η έννοια του «συμπάσχω» που σημαίνει στέκομαι δίπλα σου με την έννοια «εν συναισθάνομαι» που σημαίνει μπαίνω ακριβώς στη θέση σου.
Η ενσυναίσθηση αρχικά αναπτύχθηκε ως εργαλείο της ψυχοθεραπείας, όμως βλέποντας τις δυνατότητές της αναγνωρίστηκε η αξία της σ’ όλες τις διαπροσωπικές σχέσεις. Πρόκειται για ένα απ’ τα ισχυρότερα εργαλεία επικοινωνίας, μέσω αυτού επιτυγχάνεις συναισθηματική ταύτιση με την ψυχική κατάσταση ενός ατόμου, πλήρη κατανόηση των κινήτρων της συμπεριφοράς του, των σκέψεών του καθώς και της κατάστασης στην οποία βρίσκεται.
Πόσο απλό είναι όμως να βγάλεις τα δικά σου γυαλιά και να δεις μέσα απ’ τα γυαλιά του άλλου, ν’ ακούς αυτά που ακούει και να αισθάνεσαι αυτά που αισθάνεται; Δεν είναι εύκολη διαδικασία, αλλά αξίζει τον κόπο να μάθεις να μπαίνεις στα παπούτσια του άλλου. Ας παλέψουμε, λοιπόν, να το καλλιεργήσουμε.
Για να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε με ενσυναίσθηση, πρέπει πρώτα να συνδεθούμε με τον ίδιο μας τον εαυτό. Να ‘χουμε αποδεχτεί ότι υπάρχουν περισσότερες από μία αλήθειες, ν’ αποδεχτούμε τη διαφορετικότητα και το σημαντικότερο, να ‘χουμε αφήσει την κριτική στην άκρη. Όταν φτάσουμε εκεί τότε θα περάσουμε στο επόμενο στάδιο, που ‘ναι το «μαθαίνω ν’ ακούω».
Ακούγοντας μ’ ενσυναίσθηση, ενθαρρύνουμε τον συνομιλητή μας ν’ εκφραστεί ελεύθερα, αποβάλλοντας το φόβο ότι θα τον κριτικάρουμε. Αυτό που ‘χει ανάγκη τη δεδομένη στιγμή που μοιράζεται κάτι που τον απασχολεί είναι απλά να τον ακούσουμε κι όχι να του εκφράσουμε τις απόψεις μας και τις δικές μας λύσεις. Το κλειδί στην όλη μας επικοινωνία είναι να τον αφήσουμε να καθοδηγήσει εκείνος τη συζήτηση, χωρίς να τον διακόπτουμε, αλλά δείχνοντάς του ότι τον παρακολουθούμε κι ότι σιγά-σιγά μπαίνουμε στη θέση του.
Είτε είναι προσωπική είτε επαγγελματική η επικοινωνία, σημασία δεν έχει να συμφωνήσουμε για να νιώσει ανακούφιση ο συνομιλητής, αλλά να του επικοινωνήσουμε ότι έχουμε κατανοήσει και συναισθανθεί αυτά που του συμβαίνουν, ώστε να νιώσει ασφάλεια κι εμπιστοσύνη για να προχωρήσει.
Μία παράληψη στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας είναι ότι δεν είναι σύνηθες να καλλιεργούμε την ενσυναίσθηση. Σε παιδικές εκρήξεις, για να σωθεί η κατάσταση ξεγελάμε με παιχνίδια ή κάνουμε πως δε βλέπουμε. Αν βάζαμε περισσότερο κόπο και δε δίναμε σ’ ένα παιδί ό,τι θέλει, αλλά δίναμε ό,τι πραγματικά χρειάζεται, τότε θα ‘χαμε πιο ουσιαστικά αποτελέσματα. Έχει μεγάλη αξία να μάθεις ένα μικρό παιδί πώς αισθάνεται το άλλο παιδάκι δίπλα του όταν τσακώνονται. Να τ’ ακούσεις όταν κλαίει και σου λέει ότι φοβάται να κοιμηθεί μόνο του και να μην προσπαθείς με παιχνίδια ή υποσχέσεις να το κάνεις να ξεχαστεί.
Αυτό που έχει ανάγκη ένα παιδί –μελλοντικά κι ένας ενήλικας– είναι αποδοχή, ασφάλεια κι αγάπη. Αυτά θα τα χτίσουμε μπαίνοντας στη θέση τους, ακόμα και για τ’ απλά πράγματα που για τους ενήλικες φαίνονται ανούσια. Μπαίνοντας εμείς στη θέση τους και δίνοντας το παράδειγμα θα μάθουμε τα παιδιά από μικρή ηλικία να μπαίνουν στη θέση του άλλου. Θα μάθουν ότι είναι σημαντικό να νιώθουν εκείνα χαρούμενα, αλλά εξίσου σημαντικό είναι να νιώθουν και τ’ άλλα παιδάκια χαρούμενα.
Η αναγνώριση συναισθημάτων είναι σημαντική. Αντί να παίζουμε μόνο μ’ αυτοκινητάκια και κούκλες, θα μπορούσαμε να παίζουμε και «το παιχνίδι των συναισθημάτων» με τα παιδιά μας, για να μάθουν ν’ αναγνωρίζουν και ν’ αποδέχονται διαφορετικά συναισθήματα και διαφορετικές αντιδράσεις κι όχι να σταματάμε τα δάκρυά τους μόνο με σοκολάτες, βόλτες και παιχνίδια.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη