Δεν ξέρω τι θέλω από ‘μένα, από ‘σένα, για μας! Τι κρύβω μέσα μου, ούτε κι εγώ η ίδια δεν έχω ανακαλύψει. Κι είσαι κι ‘συ εκεί, που για κάποιο λόγο βρέθηκες στον δρόμο μου. Εκεί, σταθερός, δε φεύγεις! Γιατί δε φεύγεις; Πόσο πιο παρανοϊκή να γίνω;

Υστερίες, παράπονα, κυκλοθυμία, όλα τ’ αντέχεις. Γιατί; Δεν ξέρω πόσο πιο δυσβάστακτο να στο κάνω, ώστε να φύγεις. Με τρελαίνει η προσφορά σου, αυτό το νοιάξιμο που ναι μεν με κολακεύει, όμως δεν το θέλω, γιατί αν δεν είναι αληθινό κι αφεθώ, θα πληγωθώ. Κι όσο με βλέπεις να το χάνω, τόσο εσύ δίνεις χώρο να το βρω!

Δεν μπορεί, παίζεις με τα νεύρα μου, δε γίνεται να ‘σαι αυθεντικός. Πού τη βρίσκεις αυτή την καλοσύνη και τη διάθεση να προσπαθήσεις; Μήπως, τελικά, είσαι κι εσύ ανασφαλής και βρήκες εμένα πιο ανασφαλή, οπότε στάθηκες όρθιος; Σε παρακαλώ, σταμάτα αυτή την προσφορά, αυτή την καλοσύνη, θα με τρελάνεις πιο πολύ απ’ όσο ήδη τρελαίνομαι εγώ μόνη.

Δεν έχει δρόμο ομαλό αυτή η σχέση. Δεν ξέρω γιατί είμαι εδώ και δεν έχω ήδη εξαφανιστεί. Ο φόβος μου να μπω ξανά σ’ ένα «μαζί» μ’ έσπρωξε να βρω το πιο δύσκολο σενάριο, για να φύγω απ’ τη μοναξιά μου. Ξέρω γιατί σε επέλεξα! Γιατί ήσουν για ‘μένα η υπέρβαση, να τα κάνω πουτάνα όλα ήθελα, έτσι, για να σπάσω τα όρια που θέλουν να μου βάζουν. Δεν ήθελα ποτέ τους συμβιβασμούς, πότε δεν ήθελα να με μαντρώνουν και να πρέπει ν’ ακολουθώ τους κανόνες των καλών παιδιών. Το μαύρο πρόβατο ήμουν. Υποσυνείδητα, λοιπόν, εσύ ήσουν το κόκκινο πανί για όλους.

Γι’ αυτό σε διάλεξα, ίσως. Τώρα που πέρασε ο καιρός ξέρω ότι ίσως σ’ επέλεξα και γι’ αυτό. Γιατί ήσουν απαγορευτικός για τους άλλους. Κι εγώ δε θέλω το συμβατό. Όχι, δε θα εγκλωβιστώ, δε θα με δαμάσουν. Θα πάω στα άκρα, κι αν μ’ αγαπάνε πραγματικά, θα με αποδεχτούν έτσι όπως είμαι, διαφορετική απ’ αυτούς. Θα τους μάθω να δέχονται το διαφορετικό, θα δεχτούν τα άκρα! Όποιος υπερισχύσει. Θα το τερματίσω και θα κερδίσω.

Μου έφτιαχνε το μυαλό η ιδέα. Πάθος, ένταση, διαφορετικότητα. Αυτό ακριβώς που νόμιζα ότι ήθελα. Ν’ ανοίξω το κλουβί –ποιο κλουβί δεν ξέρω– και να φύγω μακριά. Ήμουν, τελικά, σε κλουβί; Ή αυτό το κλουβί το έβλεπα εγώ να μου το βάζουν γύρω μου; Αν, όμως, ήθελαν να με βάλουν εκεί; Εγώ δεν είμαι για εκεί, οπότε πείστηκα ότι ψάχνουν τρόπο να με μαντρώσουν.

Σε διάλεξα, λοιπόν, γιατί ήσουν η υπέρβαση, το άγνωστο, η πρόκληση. Βρέθηκα δίπλα σου, μη ρωτάς πώς και γιατί. Βρέθηκα, όμως. Κι οι άλλοι δε μ’ αποδέχτηκαν και δεν το αντέχω. Δεν έκαναν πίσω, το τερμάτισαν. Πόσο ίδιοι, τελικά! Κι εσύ δε φεύγεις, κι εγώ δεν ξέρω αν πρέπει να φύγω. Δεν είσαι, τελικά, το πάθος, η ένταση το διαφορετικό, που νόμιζα. Αλλά είσαι το κάτι άλλο, που με φοβίζει, αλλά μ’ έλκει κιόλας. Είσαι ο τρυφερός, ο απλός, ο άνθρωπος που με νοιάζεται, με έναν τρόπο προστατευτικό, λίγο γνώριμο, αλλά κι ίσως λίγο ανασφαλή. Μου αρέσει να με νοιάζονται.

Κι εγώ τι πρέπει να κάνω τώρα; Φύγε, σε παρακαλώ, για να ‘χω πάτημα, να ‘χω δικαιολογία, ότι εγώ προσπάθησα και δε μου βγήκε. Μην το κάνεις αυτό, δεν ξέρω αν σε θέλω, δεν ξέρω καν αν είσαι εσύ το πρόβλημα ή εγώ. Το πιο δύσκολο σενάριο που επέλεξα, τελικά, πόσο μπορεί να ‘χει διάρκεια σε βάθος χρόνου;

Ξέρεις κάτι; Με γοητεύεις, κι αυτό είναι τόσο πρόβλημα για ‘μένα, που θα φύγω για να μη δεθώ. Ή ίσως και να μην πρόλαβα, και να δέθηκα ήδη!

 

Συντάκτης: Ελένη Τουρλούκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη