Σκοτωμός κάθε μέρα. Καβγάδες, βαριές κουβέντες, άρρωστες καταστάσεις. Τους ακούς και λες «φτάνει». Όμως δε φτάνει τελικά. Κάθε μέρα το ίδιο σενάριο, κάθε μέρα το ίδιο σκηνικό. Εκεί, σταθεροί στο ρόλο τους. Έχουν μάθει τόσο καλά το ρόλο τους, που κάθε μέρα ακούς τους ίδιους διαλόγους. Καμία πρωτοτυπία. Πότε οι δυο, πότε οι τρεις -γιατί δεν τους έφτανε το χάλι τους, ήθελαν και παιδί- όμως σταθερά η ίδια αηδία μεταξύ τους. Κι όμως, εκεί που λες σήμερα δε θ’ αντέξουν άλλο, θα το διαλύσουν, τους βλέπεις να κατεβαίνουν και να χαμογελούν, λες και δεν τρέχει τίποτα. Εκείνος άβουλος, κακομοίρης, παρουσιάζοντας τον εαυτό του το μόνιμο θύμα κι εκείνη αηδιασμένη από την καθημερινότητα, αλλά ούτε καν σκέφτεται να ξεκουβαλήσει, μένει εκεί βολεμένη, μην τυχόν και βγει απ’ τη ζώνη ασφαλείας.
Μπαίνεις στο φούρνο, βλέπεις το γλοιώδη γείτονα να κάνει τα γλυκά μάτια στην πιτσιρίκα υπάλληλο. Καλός και αυτός. Ευνουχισμένος, θέλει να το παίξει και ερωτύλος. Και αν τον πετύχεις με τη σύζυγο, ούτε τολμάει να μιλήσει. Εκείνη δε, τόση σιχαμάρα που νιώθει, βλέποντας και τα περίεργα χαμογελάκια του, τόσο πιο σκύλα γίνεται απ’ την αηδία, αλλά ούτε λόγος να σηκωθεί και να φύγει. Σιγά μην αφήσει τ’ ακίνητα και τον παχύ μισθό του, για να ξεφύγει από την αηδία.
Έρωτας; Άγνωστη λέξη! Σιγά μην αφήσουμε τα υλικά αγαθά και το βόλεμα, για να ζήσουμε το πάθος. Μια που το σκεφτήκανε, μία που το θάψανε και γυρίσανε στο χρυσό κλουβί τους. Σεβασμός; Πότε σεβάστηκαν τελευταία φορά τον εαυτό τους, δε νομίζω ότι μπορούν να θυμηθούν.
Και να ήταν μόνο οι ερωτικές σχέσεις; Γυρίζεις το βλέμμα και παντού συμφέρον και βόλεμα. Πού πάμε μωρέ; Πώς γίναμε έτσι; Βλέπεις τον άλλον στη δουλειά να σιχτιριάζει όλη μέρα και μετά ν’ αγκαλιάζεται και να φιλιέται με τον προϊστάμενο και να λες δεν μπορεί, ζω σε παράλληλο σύμπαν.
Ακούς τον κολλητό να σού λέει τον πόνο του, για την καταπίεση που τραβάει στα τριανταπέντε του από τους χειριστικούς γονείς του, αλλά μόλις του πεις να πάρει τη ζωή στα χέρια του και να παλέψει για να χτίσει το μέλλον του, σου αλλάζει συζήτηση, σκεπτόμενος τι απαιτεί αυτό από ευθύνες και προσωπική δουλειά.
Πόσο βόλεμα ρε φίλε! Μα είναι δυνατόν να στερείσαι την ελευθερία σου, να ζεις κάθε μέρα μέσα στη μιζέρια, επειδή απλώς σου παρέχουν κάποια υλικά αγαθά; Δε λέω καλό το αυτοκινητάκι που σου έδωσε ο μπαμπάς, καλό το καθαρό σπίτι και η ανεμελιά, καλή η προίκα και η περιουσία του συντρόφου, καλό το βόλεμα και η αίσθηση ότι κάποιος άλλος φροντίζει τα πάντα, όμως πού πήγε μωρέ ο έρωτας, που πήγε το χτυποκάρδι; Πού πήγαν τα όνειρα, το γέλιο, το πάθος; Και κυρίως που πήγε ο σεβασμός στον εαυτό σου! Όλα για αυτό το βόλεμα, όλα για αυτές τις ανέσεις;
Τι θυμάσαι που σου έδωσε χαρά; Αν γυρίσεις πίσω τι αναπολείς; Μη γυρίσεις το βλέμμα και κοιτάζεις το πίσω. Μην καν σκεφτείς να στρέψεις το βλέμμα σου. Μείνε εκεί στη μιζέρια σου, αλλά βολεμένος. Ποιος ξέρει, ίσως δεν το καταλάβεις και ποτέ πόσο η ζωή απέχει απ’ αυτό που επέλεξες να βαφτίσεις ζωή.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.