Ξάγρυπνη πάλι, εγκλωβισμένη στις υστερίες μου, στις εμμονές μου. Κατρακυλώ κι απλά αφήνομαι. Αρρωστημένο μυαλό έχω γίνει. Εκεί που κάνω προσπάθεια, εκεί που βλέπω πρόοδο, εκεί που θαυμάζω τον εαυτό μου, σήμερα με κοιτώ και βλέπω μια άλλη. Πόσο σε θαύμαζα, εαυτέ μου, και πόσο απορώ μαζί σου σήμερα. Σε θέλω πίσω, ή μάλλον δεν το θέλω, το απαιτώ.

Απαιτώ να διακρίνω στον καθρέφτη τη γαλήνη, την ωριμότητα, την πνευματικότητα που ‘χα κατακτήσει, εκείνη τη φιγούρα που θαύμαζα. Προσπαθώ να βρω εκείνο το γνώριμο βλέμμα που ‘χα συνηθίσει το τελευταίο διάστημα να συναντώ στην αντανάκλασή μου κι όσο δεν τ’ αντικρίζω τις ώρες που στέκομαι εκεί μπροστά, θυμώνω.

Φοβάμαι, τρομοκρατούμαι, απελπίζομαι, πανικοβάλλομαι και μου ‘ρχεται να τρέξω πάλι πίσω στη μοναξιά μου να με βρω. Αυτή η μοναξιά, δύσκολη αλλά κι ασφαλής. Εκεί με προστατεύω, δεν υπάρχουν επικρίσεις εκεί, δεν υπάρχουν συναισθηματικές εξαρτήσεις εκεί. Όλα είναι γνώριμα, ελεγχόμενα, ήρεμα. Κλεισμένη στο καβούκι μου, στον χώρο μου, στο χρυσό κλουβί μου. Όμως πόση μοναξιά, πόση παγωνιά! Αυτή η ησυχία πόσο οικεία και πόσο μακάβρια.

Μπερδεύομαι στις σκέψεις μου. Αβέβαιες σκέψεις, κουβάρι στο μυαλό μου. Πείθομαι ότι τα ‘χω όλα τακτοποιημένα. Καθημερινό θέατρο στον εαυτό μου. Κάποτε πέρναγε και πέρναγαν κι οι μέρες, κύλαγαν. Και τώρα ούτε τα δευτερόλεπτα δεν κυλάνε, κολλημένο το ρολόι κι όλα ρευστά. Με κούρασε η μοναξιά, όμως τρέμω στην ιδέα να εκτεθώ. Μπρος γκρεμός και πίσω αδιέξοδο, κι εγώ ενδιάμεσα αναποφάσιστη.

Πλάθω σενάρια. Κάνω αναδρομή στις λάθος σχέσεις του παρελθόντος κι όλα μου φταίνε. Οι άλλοι, οι συνθήκες, ο εαυτός μου, οι επιλογές μου. Ανάλογα με τις μέρες μου, τις ώρες μου, τις ενοχές μου, έχω κι ένα σενάριο. Ποτέ σταθερό, κάθε μέρα και πιο επικριτικό. Όσο μεγαλώνει η περίοδος μοναξιάς γίνεται όλο και πιο ενοχικό.

Τους φοβάμαι τους ανθρώπους, εαυτέ μου, όμως τους έχω ανάγκη σήμερα. Μια αγκαλιά, ένα χάδι, λίγη τρυφερότητα, μια παρηγοριά. Ώρες-ώρες τους χρειάζομαι και θέλω τόσο να βρεθώ ανάμεσά τους, να δώσω νόημα στη ζωή μου. Τόσο που νιώθω την ανάγκη της συντροφικότητας και τόσο τους πνίγω μόλις τους βρω. Προσκολλιέμαι και δεν το ελέγχω και ξαφνικά όλη μου η ζωή γίνονται οι άλλοι. Κι αυτός ο φόβος της εγκατάλειψης μου θολώνει το μυαλό. Ξεπροβάλει ο άλλος μου εαυτός, αυτός που δε μου αρέσει, που δε μ’ ακούει, που κάνει τα δικά του, σαν ανώριμο, κακομαθημένο, παιδί.

Ντρέπομαι που τον βλέπω, θυμώνω που δεν μπορώ να του επιβληθώ, που αδυνατώ να τον ελέγξω. Μα είμαι εγώ αυτή; Είναι μια άγνωστη αυτή, εγώ δεν είμαι. Κι όμως υπάρχει κι αυτή η εκδοχή του εαυτού μου και δε μου αρέσει, κι αραιά-συχνά ξαναμπαίνω στο χρυσό κλουβί μου. Εκεί που γίνομαι ο καλός μου εαυτός, αυτός που μου αρέσει. Άραγε, θα βγω ποτέ και θα ισορροπήσω; Ίσως σήμερα, ίσως ποτέ!

Εξουθενωτικές καταστάσεις. Μιλάω για ανεξαρτησία, για ελευθερία στους άλλους κι επαναλαμβάνομαι στις άρρωστες σκέψεις μου. Δε βρίσκω τι θέλω, καμιά φορά νομίζω ότι με ξέρω τόσο καλά κι άλλες νομίζω ότι βλέπω μια άγνωστη. Δεν το βρήκα και δε θα το βρω, αν δε θελήσω πραγματικά να ψάξω βαθιά μέσα μου.

Κι αυτό το μέσα μου με τρομάζει.

 

Συντάκτης: Ελένη Τουρλούκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη