Κάθεστε όμορφα όλη η παρέα για καφέ σε κάποιο παραλιακό μαγαζί. Ξέγνοιαστοι και κεφάτοι, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και κανένας λόγος ανησυχίας που να σας στερεί το χαμόγελο. Μα σαν να ‘θελε να σας τιμωρήσει το λερωμένο κάρμα σας, ξαφνικά σας φέρνει μπροστά σας πρώην καψούρες, πρώην κολλητάρια, πρώην εργοδότες. Ανθρώπους, τέλος πάντων, που είχατε κάποτε μια πολύ στενή σχέση, που έληξε θεαματικά άδοξα και με μηδενική πια επικοινωνία.
Σχεδόν ασυνείδητα, μετά το σοκ, η πρώτη κίνησή σας είναι να κοιτάξετε απ’ την αντίθετη πλευρά όταν τους βλέπετε και δεύτερη αυθόρμητη αντίδραση, να ενημερώσετε τους κολλητούς να γυρίσουν να δουν ποιος περνάει, διακριτικά φυσικά για να μη φανούν και καρφωθείτε.
Τώρα, στο θέμα της αντίδρασης του κολλητού. Εκείνος κάνει με το κεφάλι του απότομη στροφή 180 μοιρών σε μια πιστή αντιγραφή της Annabelle και τον κοιτάει κατάματα, μάλιστα στέκεται ευθαρσώς και τον παρατηρήσει κιόλας. Άντε τώρα να πείσεις κανέναν πως δεν έχει καμία σημασία η παρουσία του για εσένα (όπως δηλαδή υποκρινόσουν νωρίτερα) και πως ούτε που κατάλαβες πότε βρέθηκε εκεί ούτε σε διατάραξε η παραλίγο συνάντησή σας. Πόσο μάλλον πως σε καμία περίπτωση δεν πάτησες τον κόκκινο συναγερμό στην παρέα, τύπου «Γυρίστε να δείτε! Έρχεται ο τάδε». Εν τέλει όλα τα παραπάνω φαίνονται πανηγυρικά κι εσύ κοκκινίζεις σαν χριστουγεννιάτικη μπάλα.
Κι όταν τους την πεις, δικαιολογούνται με άνεση και σε βγάζουν κι υπερβολικό. «Έλα, καλέ, χαλάρωσε, πώς κάνεις έτσι; Αφού δε με είδε». Εν τω μεταξύ έχει κάνει αίσθηση ένα τσικ παραπάνω απ’ τους δίδυμους πύργους την ήμερα της πτώσης τους. Αυτή η αστραπιαία κίνηση στα κεφάλια των κολλητών θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή με ευκολία κι απ’ τους πελάτες του απέναντι μαγαζιού. Τι να τους πεις τώρα για να μην τους προσβάλλεις και τους πληγώσεις;
Κι άντε, άμα είναι κάνας πρώην που τον γνωρίζουν κι αυτοί, το πολύ-πολύ να τον χαιρετίσουν κι οι φίλοι μας και να τελειώσει εκεί το μαρτύριο της ντροπής. Μα όταν πρόκειται για ένα πολύ φρέσκο φλερτ που υποτίθεται δεν έχει μαθευτεί ακόμη κι έχει μείνει αυστηρά μεταξύ σας; Πώς δικαιολογείς μια τέτοια κατάσταση; Τι θα απαντήσεις;
«Όχι, δεν έχω μιλήσει για εσένα στον κύκλο μου, η παρέα μου δεν έχει ιδέα ότι υπάρχεις, ποιος είσαι και σίγουρα δε σε έδειχνα πριν δύο λεπτά στο facebook σε όλους, κουτσομπολεύοντας και λέγοντας ο καθένας τη γνώμη του για την εμφάνισή σου και το στιλ σου. Όσο για το πώς έτυχε και σε αναγνωρίζουν τα κολλητάρια μου; (Παύση). Καλά, δε θυμάσαι που ήσασταν συμμαθητές σε άλλες αίθουσες στο δημοτικό; Αμάν, βρε μωρό μου, όλο ξεχνιέσαι, κάτι πρέπει να κάνεις με τη μνήμη σου».
Όπως και να ‘χει, αδιάκριτοι, χύμα κι άγαρμποι, αυτοί είναι οι φίλοι μας. Όσες φορές και να τους προειδοποιήσουμε, όσες παρατηρήσεις κι αν τους κάνουμε. Ακόμα κι αν απειλήσουμε να τους πετάξουμε στη θάλασσα την επόμενη φορά, θα συνεχίσουν το ίδιο χούι. Όχι από κακία, απλά αντανακλαστικά. Σίγουρα πάντως δεν υπάρχει πια ελπίδα πως θα αλλάξουν.
Ίσως απ’ την άλλη να γινόμαστε κι εμείς ασυναίσθητα καμιά φορά από εκείνους τους διακριτικούς που κάνουμε λόγο τόση ώρα. Εντάξει, καλύτερα να είναι αυτά τα ελαττώματά μας παρά άλλα χειρότερα. Μια αντανακλαστική αυθόρμητη αντίδραση είναι εξάλλου και τίποτε παραπάνω -ακόμη κι αν είναι ικανή να ρουφιανέψει και να ρεζιλέψει κι εμάς τους ίδιους.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη