Ένας ακόμη νέος μπερδεμένος στα σκοτάδια της οικονομικής κρίσης αναζητεί, με μεγάλο πείσμα, την πρώτη του εργασία. Χωρίς προϋπηρεσία, γνώσεις του αντικειμένου, αλλά και βασικές εμπειρίες γύρω απ’ την εργασία και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να σκέφτεται και να αντιδρά σε καταστάσεις. Ακούει τη γνώμη των φίλων του και περνάει πόρτα-πόρτα τις καφετέριες. Σε περίπτωση που ψάχνει κάτι πιο σταθερό και σοβαρό αναζητάει θέση σε πολυεθνικές κυρίως ως πωλητής. Προϋπηρεσία δεν έχει, σε κανέναν τομέα, όρεξη για δουλειά έχει μόνο, λέει.Αφού απορριφθεί αρκετές φορές καταλήγει πάντα σε μια καφετέρια εργαζόμενος ως βοηθός σερβιτόρου σε ημιαπασχόληση, δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα. Τι σημαίνει αυτό; Ο νέος θα παρατήσει ό,τι  έκανε τις ώρες αιχμής των cafe-bar. Θα φτάσει στο μαγαζί περιποιημένος, έχοντας χάσει ήδη αρκετό απ’ το χρόνο του για την προετοιμασία του, αλλά και για τον δρόμο που έκανε. Θα γεμίσει αρκετά μπουκάλια νερό, θα αλλάξει και θα καθαρίσει πολλά τασάκια και θα μαζέψει πολλά τραπέζια.

Δε χρειάζεται καν να μπει το θέμα του πιθανού άγχους και της ψυχολογικής πίεσης. Γυρνάει σπίτι συνήθως ιδρωμένος και κουρασμένος καθώς οι ώρες ήταν λίγες, αλλά είχανε πολύ τρέξιμο. Εν τέλει αμείβεται με τρία ευρώ την ώρα, στο τετράωρο της αιχμής δώδεκα ευρώ σύνολο, χωρίς ένσημα και χωρίς φιλοδωρήματα καθώς στις περισσότερες των περιπτώσεων τα κρατάνε όλα ή τα πιο πολλά οι σερβιτόροι, όχι οι βοηθοί τους.

Στις επόμενες μέρες ανακαλύπτει και την ευγένεια: «Φέρε μου τώρα άλλο νερό. Αυτό είναι δύο βαθμούς πιο ζεστό απ’ όσο πρέπει να είναι» και τα υπέροχα καμάκια των υπερήλικων πελατών: «Τι μανάρι είσαι εσύ». Ανακαλύπτει επίσης πως ο εργοδότης δεν τον υποστηρίζει σε αυτές τις περιπτώσεις λόγω συμφερόντων. Μαθαίνει πως απειλείται απ’ τον παλιό βοηθό που δε θέλει ή δε σηκώνει οικονομικά να μοιραστεί μερικά απ’ τα μεροκάματά του.

Τώρα επιτέλους μπορεί να βγάλει κι αυτός το χαρτζιλίκι του. Να πληρώνεται τρία ευρώ για κάθε ώρα και να παλεύει για να πάρει μεροκάματα αρκετά για να βγάλει τα έξοδα διαβίωσης της εβδομάδας του. Τώρα επιτέλους μπορεί να έχει την οικονομική του ελευθερία απ’ την οικογένειά του και τόσο εύκολα την παραδίδει σε κάποιον άγνωστο με τόσο μικρό τελικά χρηματικό αντάλλαγμα. Τώρα μπορεί να είναι ελεύθερος πολίτης και να κάνει ό,τι θέλει και να ξοδεύει χρόνο και χρήμα όπως, όπου κι όποτε θέλει.

Αφού, βέβαια, φέρει τους φίλους του απ’ το μαγαζί μια-δύο φορές την εβδομάδα, αφού απαντήσει ευγενικά στα μηνύματα του ενοχλητικού και θρασύ πελάτη που τον βρήκε στα social media και σίγουρα, στην περίπτωση που δεν τον καλέσει ο εργοδότης, τελευταία στιγμή, να έρθει εκτάκτως -χωρίς βέβαια να πληρωθεί έξτρα όπως απαιτείται. Καθώς όταν ο νόμος ορίζει βασικό ωρομίσθιο τρία ευρώ τον ακολουθούμε πιστά, όταν προστάζει αυξήσεις κάνουμε τα στραβά μάτια. Τέλος εννοείται πως μπορεί να χαρεί τις γιορτές του με την τσέπη του γεμάτη, αν δεν τον καλέσει το μαγαζί υποχρεωτικά για δουλειά, χωρίς προσαύξηση πάλι.

Τώρα είναι ένας εργαζόμενος πολίτης, με την πλήρη ελευθερία των πράξεών του. Ήρθε η ώρα να γίνει ο κύριος του εαυτό του. Ήρθε η ώρα να ξοδέψει τα χρήματά του όπως θέλει. Ήρθε η ώρα να αποκοπεί πλήρως απ’ την οικονομική στήριξη των γονέων του. Και κάπου εδώ γελάμε -ή και κλαίμε.

 

Συντάκτης: Κυριακή Βουλγαράκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη