Πόσες φορές αναρωτηθήκαμε από πού ξεκίνησαν όλα αυτά τα σπουδαία ή και καθημερινά που έχουμε στη ζωή μας και με τον έναν τρόπο ή τον άλλο μάς έχουν σημαδέψει; Στη στήλη αυτή θα βρούμε απαντήσεις στις ερωτήσεις που ζητούν να μάθουν, πώς, γιατί, από ποιον, πότε και χίλια τόσα άλλα. Γιατί όταν καταλαβαίνεις λίγο καλύτερα τον κόσμο, αυτομάτως γίνεται πιο όμορφος! 

 

Το θέμα μας σήμερα είναι η εξέλιξη του γυμνού στο σινεμά. Κάτι σαν ιστορική αναδρομή αν το θες, στην πιο πικάντικη εκδοχή της. Μετρώντας πλέον λίγο περισσότερο από έναν αιώνα κινηματογραφικού γυμνού, δοσμένο πάντοτε στο φάσμα της καλλιτεχνικής έκφρασης, μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ το να ανατρέξουμε στα όσα έχουν αφήσει το στίγμα τους σ’ αυτή την ιδιάζουσα πορεία και έχουν καταφέρει να σπείρουν ίντριγκα, να ξεσηκώσουν πνεύματα και να εμπνεύσουν επαναστάσεις, σε όσα θορύβησαν και σε όσα τελικά λατρεύτηκαν κι έμειναν αλησμόνητα σε αυτό που απλούστατα λέμε κοινό.

Για να δοθεί βέβαια, θα πρέπει πρωτίστως να καταλήξουμε στο τι θεωρούμε γυμνό. Βλέπεις οι κανόνες της μικρής και μεγάλης οθόνης δε φαίνεται ακολουθούν –ή ίσως και όχι- τους κανόνες της πραγματικότητας. Το γυμνό για παράδειγμα, μπορούσε σε μια άλλη εποχή να μεταφραστεί σε φορέματα πάνω από αστραγάλους, λίγες δεκαετίες αργότερα σε βαθιά ντεκολτέ και πολύ αργότερα σε φόντα από καλλίγραμμα οπίσθια και ακάλυπτα στήθη. Κι όλα αυτά βέβαια περιγράφοντας μονάχα το τι θα πει γυμνό γυναικείο σώμα. Οι κανόνες αυτοί δε θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να αντιστοιχήσουν σε ό, τι αναγνωρίζουμε ως γυμνό ανδικό σώμα, τόσο εντός όσο και εκτός οθόνης. Το μόνο ξεκάθαρο είναι πως εως και σήμερα, το αντρικό σώμα παρουσιάζεται σημαντικά λιγότερο συγκριτικά με το γυναικείο, ενώ συχνά έχει άλλες ερμηνείες.

Ακούγεται πρωτοποριακό, καθώς και είναι, πως το γυμνό στο σινεμά μετράει σε ύπαρξη όσα χρόνια μετράει και το ίδιο το σινεμά. Η διάρκειά του βέβαια ήταν περιορισμένη στις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα, εποχή γνωστή και ως “silent era”. Με την απαρχή των ηχητικών ταινιών κι έπειτα από πιέσεις περι ηθικής, το Χόλιγουντ αναγκάστηκε να θέσει τον λεγόμενο κώδικα Χέιζ και να επιτηρεί κάθε σκηνή πριν δοθεί για δημόσια προβολή. Για αρκετά χρόνια αυτές περιελάμβαναν το γυμνό μόνο ως μια φυσική απεικόνηση του ανθρώπινου σώματος, χωρίς κάποιο άμεσο συσχετισμό με το ερωτικό στοιχείο. Αυτό ήταν και το μοντέλο που επικράτησε για αρκετές δεκαετίες πριν τη πρώτη μεγάλη γυμνή αποκάλυψη στο χώρο του σινεμά, η οποία χρονολογείται μετά το 1960.

Το όνομά της δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώσει όλους τους λόγους για τους οποίους έχει μείνει ανεξίτηλα γραμμένη στη μνήμη μας. Η Μέρλιν Μονρό είναι ίσως μια από τις πιο εντυπωσιακές γυναικείες φιγούρες τις οποίες απαθανάτισε το γυαλί, με ή χωρίς ρούχα. Η δε σκηνή της στη ταινία “Something’s Got to Give”, καθισμένη πλάτη στην άκρη της πισίνας, αν και πρακτικώς είδε το φως της δημοσιότητας αρκετά χρόνια αργότερα, αποτελεί τη πρώτη γυρισμένη σκηνή γυμνού σε αυτό που θεωρούμε νεοσύστατο Χόλιγουντ. Δυστυχώς βέβαια η ταινία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αφήνοντας τις κομμένες σκηνές για αρκετό καιρό στο συρτάρι. Τα πρωτία λοιπόν δίδονται στην επόμενη επιτυχημένη προσπάθεια, μέσα από την ταινία “Promises! Promises!”, με πρωταγωνίστρια την Τζέιν Μάνσφιλντ, το 1963.

Τώρα θα μου πεις πού είναι η Μονρόε και πού η Μανσφιλντ. Το αποτέλεσμα πάντως δεν αλλάζει. Και οι δύο αποτέλεσαν την απαρχή αυτού που σήμερα ξέρουμε όλοι ως αμερικανικό κινηματογράφο. Ονόματα χτίστηκαν ή γκρεμίστηκαν από αυτή, καθώς η επιλογή μιας γυμνής εμφάνισης, δεν τοποθετείτο πάντοτε τόσο ως επιλογή όσο ως αναγκαιότητα του σεναρίου. Μιλώντας πλέον πιο ξεκάθαρα και με λιγότερο φόβο, πολλά από αυτά μπορεί να ανακαλύπτονται εως και τριάντα χρόνια αργότερα.

Είναι πασιφανές πως ο κινηματογράφος έχει αλλάξει και μαζί του όλα όσα τον συνοδεύουν. Το σίγουρο είναι πως πάντοτε κατάφερνε να αποτυπώσει την εικόνα της εποχής, το τρόπο με τον οποίο αντικρίζουμε τα πράγματα κι αυτό δεν μπορεί παρά να αναχθεί και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το γυμνό σώμα. Καθώς αυτός αλλάζει, αναμενόμενα θα αλλάζει και ο τρόπος με τον οποίον θα επιλέγουμε να το προβάλλουμε.

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου