Πόσες φορές έχουμε παρατηρήσει τον εαυτό μας να γίνεται ένα με την ταινία που παρακολουθούμε, με το στίχο εκείνου του τραγουδιού που επιλέγουμε να το ακούσουμε το βράδυ πριν κοιμηθούμε; Ακόμα και με το μυθιστόρημα που διαβάζουμε, πόσο πολύ ταυτιζόμαστε βάζοντας το εγώ μας στη θέση του πρωταγωνιστή;

Δεν είναι ψέμα. Πιάνουμε τους εαυτούς μας να περνάνε από φάσεις διαφόρων αισθημάτων χαράς, λύπης και θυμού. Άλλες φορές ξεφαντώνει το είναι μας κι άλλες φορές το βλέπουμε στα πατώματα με ένα τσιγάρο ή με ένα ποτό στο χέρι. Παρατηρώντας, διαβάζοντας κι ακούγοντας, νιώσαμε οικεία συναισθήματα βγαλμένα απ’ τα προσωπικά μας βιώματα, αυτά που με τον τρόπο τους μας έχουν στιγματίσει.

Κι όλα αυτά δεν προκύπτουν επειδή νιώθουμε άσχημα με τα δεινά που μας περιγράφει ο πρωταγωνιστής για τη ζωή του –στο κάτω-κάτω δε μας νοιάζει κιόλας–, αλλά επειδή καταφέρνει μέσα απ’ την τέχνη του να εκφράσει τις νοσταλγίες μας, το χάος μας, τις επιθυμίες και τις διαθέσεις μας. Περιγράφει αναμνήσεις που έχουν σκοτίσει τις σκέψεις μας μέσα απ’ τους στίχους ενός τυχαίου τραγουδιού, μέσα από έντονα σενάρια και κινηματογραφικές σκηνές. Μέσα απ’ τις σελίδες ενός βιβλίου, που απ’ τον τίτλο και μόνο ψελλίσαμε πως αυτό πρέπει να το διαβάσουμε. Ακριβώς γιατί νιώσαμε ότι μιλάει για εμάς.

Βρίσκοντας το παρόν μας, το παρελθόν μας, ίσως και το μέλλον μας μέσα στους στίχους ενός τραγουδιού, μας κάνει πολλές φορές να κλαίμε, να τραγουδάμε και να το νιώθουμε περισσότερο απ’ τον ίδιο τον τραγουδιστή, χωρίς να υπολογίζουμε τα ντεσιμπέλ της φωνής μας ή το πόσο φάλτσα αυτή είναι. Το ζενίθ και το ναδίρ μας βρίσκουν την καλύτερη συντροφιά στα ρεφρέν και τα πάθη μας καταλαγιάζουν σε κάθε συλλαβή. Είτε λυπημένοι είμαστε είτε χαρούμενοι, η μουσική γίνεται η αγαπημένη μας φυγή.

Σε μια έντονα συναισθηματική σκηνή, κατά την οποία οι πρωταγωνιστές χωρίζουν κι αφήνουν στον αέρα τα συναισθήματά τους, εμείς πέρα από το ότι έχουμε αγκαλιά τα ποπκόρν ή οποιοδήποτε άλλο σνακ, θυμώνουμε κι αντιδράμε με φράσεις του τύπου «Γύρισε πίσω, ρε μαλάκα, μη την αφήνεις να φύγει!», καταλήγοντας να τρώμε ακόμα περισσότερα απ’ τη μελαγχολία που μας έχει προκαλέσει το συμβάν. Σε σκηνές ερωτικές αναστενάζουμε κι αναπολούμε, εκτός κι αν παρακολουθούμε την ταινία με το ταίρι μας και βρεθούμε απευθείας κάτω απ’ τα παπλώματα. Γενικότερα το ζούμε, καθώς έχουμε γίνει εμείς οι πρωταγωνιστές του έργου, χωρίς να μας νοιάζουν οι ζωές των ηθοποιών σε αυτά.

Στο ξεφύλλισμα των σελίδων του βιβλίου μας, που όλα πλέον έρχονται και γίνονται ακόμα πιο παραστατικά και λεπτομερειακά, επικροτούμε τον συγγραφέα που έχει γράψει για τη ζωή μας. Δεν υπάρχει πρωταγωνιστής ούτε εδώ. Παραλληλίζουμε τα γεγονότα κάθε σελίδας με αυτά της δικής μας καθημερινότητας, νιώθουμε ότι διαβάζουμε κάτι σαν το προσωπικό μας ημερολόγιο, σαν να δώσαμε την άδεια σε ένα συγγραφέα να καταγράψει την άβυσσό μας. Φοβόμαστε μήπως μας απογοητεύσει η τελευταία σελίδα, μήπως το τέλος αυτής της ιστορίας δεν έχει την ανατροπή που επιθυμεί η ψυχούλα μας.

Έχουμε την τάση εμείς οι άνθρωποι να ταυτιζόμαστε και να κολλάμε κάθε μας ράγισμα σε κάτι που νιώθουμε ότι εκφράζει αυτό που μας λείπει. Στα κάτω μας βρίσκουμε παρηγοριά, συμπόνια και κατανόηση, αλλά και ξεφάντωμα, κέφι και ντέρτι όταν οι διαθέσεις μας βρίσκονται στα ύψη.  Είμαστε εμείς, όχι ο τραγουδιστής, ούτε ο ήρωας ή ο πρωταγωνιστής.

Βρίσκουμε τον εαυτό μας να παίζει διάφορους ρόλους, να υποδύεται και να μοιράζεται τα πιο κρυφά του συναισθήματα στους στίχους, στις σκηνές και στις σελίδες.  Παρ’ όλα αυτά, όλα μας τα συναισθήματα κι όλα μας τα πάθη παραμένουν κρυφά στην αρχική τους θέση, γιατί κανείς απ’ τους εκατομμύρια υπόλοιπους θαυμαστές και θεατές δε γνωρίζει το όνομά μας, αλλά αυτό του καλλιτέχνη που μιλάει για εμάς μέσα απ’ την τέχνη του.

 

Συντάκτης: Κυριακή Πολυχρονιάδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη