Πώς να ξεχάσουμε τον εαυτό μας τότε που ήμασταν παιδιά; Τότε που δεν είχαμε υποχρεώσεις, δεν είχαμε νιώσει ποτέ το βάρος και την πίεση της καθημερινότητας. Παίζαμε με τα χρώματα της ζωής, της παιδικής μας ηλικίας κι απολαμβάναμε κάθε αγαθό που μας πρόσφεραν, είτε αυτό ήταν ένα παιχνίδι είτε μια αγκαλιά που μας δημιουργούσε την αίσθηση της προστασίας. Δεν είχαμε άγχη, ούτε σοβαρές ανησυχίες. Γι’ αυτό φρόντιζαν πάντα δύο άνθρωποι που πάλευαν να μας κρατήσουν μακριά απ’ την άσχημη όψη του κόσμου κι έγιναν το στήριγμά μας: η μαμά κι ο μπαμπάς.
Όταν κλαίμε θα ‘ναι εκεί. Όταν νιώθουμε μόνοι θα ‘ναι εκεί. Όταν χρειαζόμαστε βοήθεια θα ‘ναι, επίσης, εκεί. Στις επιτυχίες μας θα χαρούν περισσότερο από εμάς. Όταν πέσουμε θα δούμε δυο αγαπημένα χέρια να προσφέρονται να μας σηκώσουν. Τα δικά τους θα ‘ναι. Θα μας μαλώσουν, θα μας επιβραβεύσουν, θα ανησυχήσουν για εμάς, θα μας κοντρολάρουν, θα δώσουν την ψυχή τους για να μας δουν να χαμογελάμε. Εμείς απ’ την πλευρά μας δε θα σταματήσουμε ποτέ να εκτιμάμε την ύπαρξή τους στη ζωή μας κι όσο οι δείκτες του ρολογιού κάνουν τον κύκλο τους, εμείς σε κάθε δευτερόλεπτό τους θα είμαστε ευγνώμονες.
Το δέσιμο μεταξύ παιδιών και γονέων είναι μια σχέση ανεκτίμητη, γνήσια κι αγνή. Δεν μπορείς να αγαπήσεις και να αγαπηθείς με έναν άνθρωπο απ’ το πρώτο δευτερόλεπτο που τον αντικρίζουν τα μάτια σου παρά μόνο αν είναι γονιός σου. Από ένα σημείο κι έπειτα μεγαλώνοντας μαζί τους μεγαλώνει κι η ανησυχία τους για τον παρόν μας και το μέλλον μας. Ο έλεγχος αυξάνεται, οι φοβίες τους οργιάζουν, η εμπιστοσύνη ακροβατεί κι οι σχέσεις μας, όσο όμορφες κι αν είναι, καταλήγουν πολλές φορές να συγκρούονται.
Κι όσο εμείς ωριμάζουμε, κάτι τέτοιο δεν καταφέρνει τίποτα περισσότερο απ’ το να μας πνίγει.
Ενηλικιωνόμαστε και δημιουργούμε έναν αυτόνομο πλέον χαρακτήρα ο οποίος, ναι μεν, έχει την ανάγκη να στηρίζεται κάπου και συγκεκριμένα στους γονείς του, αλλά απ’ την άλλη θέλει να καταφέρνει πράγματα μόνος, να σώζει καταστάσεις χωρίς την εμπλοκή τους και κυρίως να μη νιώθει καταπίεση, κριτική κι υποτίμηση απ’ την πλευρά τους -κι ας είναι για να μας εξασφαλίσουν. Κάπως έτσι κλονίζεται η σχέση μας μαζί τους, σπάνε τα δεσμά της κατανόησης κι οι αντιθετικές απόψεις μας φτάνουν στα άκρα. Το «μακριά κι αγαπημένοι» στην περίπτωση αυτή μοιάζει να είναι η καλύτερη και πιο άμεση λύση.
Αυτή η απόσταση πρακτικά σημαίνει πως οι σχέσεις μας με τους γονείς μας βελτιώνονται θεαματικά. Όταν έρχεται η στιγμή που ανοίγουμε τα φτερά μας και ξεκινάμε μια νέα ζωή έξω απ’ το πατρικό μας, όταν περνάμε φοιτητές και πλέον μένουνε μόνοι μας σε ένα σπίτι, ακόμα κι αν τα έξοδά μας παραμένουν δικά τους, εμείς καταφέρνουμε να βιώνουμε και να αντέχουμε δυσμενείς συνθήκες χωρίς τη διαρκή παρουσία τους στη ζωή μας. Κοντρολάρουμε κι ελέγχουμε τον εαυτό μας, τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις μας χωρίς τις δικές τους παρατηρήσεις, πράγμα το οποίο φαντάζει ικανοποιητικό κι ανακουφιστικό και στο δικό τους μυαλό.
Δεν αλλάζει ο ρόλος μας ως παιδιά τους, ούτε φυσικά κι ο ρόλος των γονέων μας παίρνει άλλη μορφή. Εξακολουθεί να ‘ναι το ίδιο προστατευτικός κι ιδιαίτερος με τη διαφορά ότι παύει να ‘ναι πρωταγωνιστικός στις ζωές μας. Για να μας κρατήσουν δίπλα τους και να μας θυμούνται σαν τα μικρά τους ζιζάνια οφείλουν να μας αφήσουν ελεύθερους την κατάλληλη στιγμή. Το να μεγαλώνουμε λίγο τη φυσική μας απόσταση δε σημαίνει πως μεγαλώνουμε και τη συναισθηματική. Ίσα-ίσα, αυτό θα βοηθήσει να αναπτυχθεί η εμπιστοσύνη τους προς το πρόσωπό μας και να δημιουργηθεί ανάμεσά μας ένα κλίμα πιο σίγουρο, πιο φιλικό, απαλλαγμένο από περιττά άγχη και προστριβές.
Άμεσα όλες οι ανησυχίες τους θα μειωθούν. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα θα δείχνουν πιο ήσυχοι και σίγουροι για εμάς κι αυτό είναι κάτι που επιθυμούμε όσο μεγαλώνουμε, καθώς πέρα από κάθε στόχο μας έχουμε ως πρωταρχικό μας σκοπό να τους δούμε ανάλαφρους, απαλλαγμένους απ’ την αγωνία τους αν θα τα καταφέρουμε. Να μην έχουν, δηλαδή, κύριο άγχος τους εμάς και τις ζωές μας, ειδικά απ’ τη στιγμή που μπορούμε πια να χειριστούμε τις καταστάσεις μόνοι μας. Ξέρουμε πως όταν τους χρειαστούμε θα ‘ναι εκεί κι εμείς, εννοείται, πάντα εδώ γι’ αυτούς. Απ’ την άλλη κάπως έτσι, με λιγότερη καθημερινή τριβή, θα πέσει η στάθμη των νευρικών μας εκρήξεων, αφού θα ‘ναι λιγότερες κι οι εντάσεις, κι αυτό θα κάνει σ’ όλους μας καλό.
Εξίσου σημαντικό είναι πως απομακρύνοντας την καθημερινότητά μας απ’ τους γονείς μας καταφέρνουμε να συνειδητοποιήσουμε την αξία τους και το πόσο απαραίτητη είναι η παρουσία τους στις ζωές μας. Η απομάκρυνσή μας αλλά κι η απουσία τους θα μπορούσε να ‘ναι μια ευκαιρία για ένα ταξίδι εξερεύνησης του γονικού προτύπου που θα λειτουργήσει σαν ένα βοηθητικό εγχειρίδιο όταν εμείς βρεθούμε στη θέση τους.
Εγγυημένα απ’ την πλευρά τους αυτό θα ‘ναι κάτι στενάχωρο, ίσως αισθανθούν πως μας χάνουν, ειδικά αν υποψιαστούν πως εμείς απολαμβάνουμε το «χώρια» μας, μα θα συνειδητοποιήσουν κι οι ίδιοι πως τα μωρά τους μεγάλωσαν και θα ‘ναι περήφανοι που τα πηγαίνουν περίφημα και μόνα.
Το να μη νιώθουμε εξαρτημένοι από αυτούς και να μη δημιουργούμε την εντύπωση του κακομαθημένου παιδιού που δεν ξέρει να παίρνει ρίσκα κι αποτελεί τη δια βίου ιδιοκτησία τους, θα μας βοηθήσει να αποφύγουμε κάθε παραπάνω πιθανή δυσκολία που θα τύχει να αντιμετωπίσουμε με τους πιο κοντινούς ανθρώπους στη ζωή μας, κι αυτοί δεν είναι άλλοι απ’ τους γονείς μας.
Το είδος αυτής της αγάπης είναι αναλλοίωτο και δεν ανταλλάσσεται με κανένα άλλο. Για να το διατηρήσουμε και να βελτιώσουμε τις μεταξύ μας σχέσεις θα πρέπει να εφαρμόσουμε το «μακριά κι αγαπημένοι» και σίγουρα αυτό δε θα επιφέρει τίποτα πιο άσχημο απ’ ό,τι θα μπορούσε να προσφέρει μια τοξική σχέση που μπερδεύει το «προστατεύω» με το «φυλακίζω».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη