Μεγάλο μέρος της ζωής μας το αφιερώνουμε στα θρανία. Ξεκινάμε από παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία, έπειτα συνεχίζουμε στην πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αν τα βάλουμε κάτω και τα υπολογίσουμε, τουλάχιστον δεκαοχτώ χρόνια η προσωπικότητά μας πλάθεται κι αναπτύσσεται στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος.
Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ένας θεσμός, μία οργάνωση που μεταβάλλεται σε τακτά χρονικά διαστήματα (κυρίως στη χώρα μας) κι ακολουθεί πρακτικές με ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά ως προς τη βελτίωση της ευρύτερης παιδείας κι αυτής των μαθητών. Τις πρακτικές αυτές έρχεται και τις αναλαμβάνει με τη σειρά του ο δάσκαλος ή ο καθηγητής, με απώτερο στόχο και σκοπό την εκμάθηση και μόρφωση των νέων.
Αναμφισβήτητα, αποτελεί βασικό θεσμό στην πορεία όλων μας. Αν είχε υπόσταση θα το παρομοιάζαμε με ένα πρόσωπο που στη λειτουργία του έχει κύρος κι ανωτερότητα, περισσότερη από αυτή που διαθέτει ένας δάσκαλος ή καθηγητής μέσα κι έξω απ’ την τάξη. Κάποιος που διαχειρίζεται όλα τα μέλη της παιδείας, έχοντας την υποχρέωση να πληροφορεί, να μαθαίνει και να συμβάλει στο μυαλό των μικρών παιδιών, των εφήβων και των ανηλίκων, μέχρι το τέλος της ακαδημαϊκής τους ζωής κι όχι μόνο. Παραλείποντας, όμως, το κατεξοχήν βασικότερο: τη συμβολή στο συναισθηματικό κομμάτι του χαρακτήρα των μαθητών, ανεξαρτήτως ηλικίας.
Σε αυτήν την εκπαιδευτική διαδικασία είναι απαραίτητη η παρουσία δύο οργάνων, του δασκάλου και του βιβλίου. Όλα διαδραματίζονται μέσα σε μια συλλογική ατμόσφαιρα χωρίς να γίνεται αντιληπτό ότι ίσως κάτι μπορεί να πηγαίνει στραβά. Πολλά τα βιβλία, πολλές οι ενότητες κι ακόμα περισσότερα τα κεφάλαιά τους. Μας έμαθαν να γράφουμε, να διαβάζουμε, να μετράμε, να υπολογίζουμε και να απομνημονεύουμε, θεωρώντας το μια αξιοπρεπή μόρφωση.
Αγγίζοντας το θέμα της εκπαίδευσης, θεωρητικά, θα δούμε πως κάθε μας επόμενο βήμα είναι η συνέχεια του προηγούμενου με τη θετική συνέπεια όλες μας οι γνώσεις να έχουν μια σειρά, να κυλάνε ομαλά στις οδούς του εγκεφάλου μας και να αλληλοσυνδέονται μεταξύ τους. Κυνηγώντας το άριστο μέσα από ένα παιχνίδι βαθμοθηρίας, κι εμείς κι οι διδάσκοντές μας, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την αρνητική συνέπεια της υπόθεσης. Αποκλείσαμε την ενότητα εκείνη που αναφέρεται στην αξία της προσωπικότητάς μας και στην αγάπη για την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτό είναι κάτι που δυστυχώς σήμερα αποκαλούμε στις εκπαιδευτικές βαθμίδες μορφωτικό επίπεδο.
Σε αυτό το σημείο, ας τονιστεί ότι δε γίνεται κριτική στη γενικότερη λειτουργία της παιδείας αλλά σε ένα ειδικότερο θέμα, αυτό της εκμάθησης της αγάπης του εαυτού μας μέσα από αυτή. Καλώς ή κακώς, είναι ένα ευαίσθητο θέμα γι’ αυτό και οφείλουμε να σκαλίσουμε και να αγγίξουμε τον πυρήνα του.
Τόσα χρόνια παιδείας, λοιπόν, κι ακόμα δε μας έμαθαν πώς να αγαπάμε τον εαυτό μας. Δεν υπάρχει αυτό το μάθημα σε κανένα ωρολόγιο πρόγραμμα. Δεν υπάρχει ούτε μία σελίδα σε κάποιο απ’ τα εκπαιδευτικά βιβλία που πέρασαν απ’ τα χέρια μας. Πώς, λοιπόν, η λεγόμενη παιδεία δηλώνει ότι μορφώνει και πλάθει χαρακτήρες, χωρίς να τους διδάσκει όρους όπως αυτοεκτίμηση κι αυτοαποδοχή;
Εφόσον τα σημαντικότερα χρόνια ανάπλασης του χαρακτήρα του ο άνθρωπος τα διανύει σε σχολικές και λοιπές εκπαιδευτικές αίθουσες, πέρα απ’ το βασικό κοπιαστικό της έργο η παιδεία δεν οφείλει και να μας αντιμετωπίσει σαν ανώριμους καρπούς, φροντίζοντας να μας ωριμάσει;Έργο της δε θεωρείται μονάχα η διδαχή γραμματικών κι αριθμητικών φαινομένων αλλά κι η μεταφορά γνώσεων αγάπης, αυτοεκτίμησης, αξιοπρέπειας. Πώς να πεις, άλλωστε, ότι έχεις ένα μορφωτικό επίπεδο αν δε διαθέτεις αυτές τις βασικές αξίες;
Η αγάπη για το εγώ μας, δεν μπορεί να μας μεταδώσει το μικρόβιο της εγωπάθειας. Άλλωστε στο ταξίδι της ζωής μαθαίνουμε να λειτουργούμε με μέτρο, κάτι το οποίο μας βοηθάει να μετριάζουμε την αρέσκειά μας σε γενικούς κι ειδικούς τομείς. Μας μαθαίνουν να αγαπάμε το συνάνθρωπό μας, αλλά δε μας μαθαίνουν να αγαπάμε αυτό που είμαστε, τα εσωτερικά κι εξωτερικά χαρακτηριστικά στοιχεία της προσωπικότητάς μας.
Μία εύλογη απορία, που μάλιστα περνάει από στόμα σε στόμα στην πλέον μέση καθημερινότητα του ανθρώπου, είναι το πώς γίνεται να αγαπήσεις κάποιον αν πρώτα δεν έχεις αγαπήσει αυτό που είσαι. Υπάρχουν ενστάσεις; Δε θα το λέγαμε. Η προσωπικότητα είναι μια πολύπλευρη πραγματικότητα. Αν δεν μάθεις να σέβεσαι και να εκτιμάς τη δίκη σου, πώς θα μπορέσεις να αγκαλιάσεις κάποια άλλη;
Φανταστείτε έναν κενόδοξο άνθρωπο που έχει βάλει ταμπέλα ότι δεν επιτελεί τίποτα σπουδαίο, ούτε και μπορεί, ότι δεν προσφέρει πουθενά με το έργο του κι ότι δεν είναι άξιος προσοχής. Απ’ την άλλη φανταστείτε έναν άνθρωπο ο οποίος αναγνωρίζει ότι προσφέρει όσο μπορεί κι όπου μπορεί, εκτιμάει τις προσωπικές του δεξιότητες, πασχίζει να τις εμπλουτίσει μέσα απ’ τις ασχολίες άλλων ατόμων και χαμογελάει με κάθε του πράξη ανεξάρτητα απ’ την αξία της. Ποιος έχει περισσότερες πιθανότητες να ερωτευτεί, να προσεγγίσει και να προσεγγιστεί; Ποιος επρόκειτο να διακατέχεται από αισθήματα μισαλλοδοξίας και ποιος από ανεκτικότητας; Όπως πολύ πιθανόν να σκέφτεστε ο δεύτερος. Δεν ενστερνιζόμαστε την απολυτότητα, αλλά οι απαντήσεις είναι στατιστικά δεδομένες μετά από έρευνες προσωπικών ερωτηματολογίων.
Η ανάπλαση κι αγάπη της προσωπικότητάς σου απαιτεί γερά ερείσματα και σταθερή εργασία. Κάθε ημέρα οφείλεις να βάζεις το λιθαράκι σου. Ίσως δεν είναι υπεύθυνη μονάχα η παιδεία για το αν σου έμαθε να αγαπάς αυτό που είσαι, όσο για το αν σε καθοδήγησε να βρεις τον τρόπο να το κάνεις. Υπεύθυνο είναι και το οικογενειακό περιβάλλον, μέσα στο οποίο θα ανακαλύψεις αξίες που κανένα εκπαιδευτικό σύστημα δε θα μπορέσει ποτέ να σου χαρίσει.
Τέλος, έχεις κι εσύ την ευθύνη να πλάσεις έναν τέτοιο χαρακτήρα που θα είναι αξιαγάπητος πρωτίστως απ’ τον ενδότερο εαυτό σου κι έπειτα απ’ τον γύρω κόσμο. Σίγουρα δε γίνεται να είσαι λατρευτός σε όλους. Δεν μπορεί, όμως, κανείς να αποκλείσει το ενδεχόμενο να είσαι αρεστός σε εσένα, κι αυτό είναι το πρώτο και πιο σπουδαίο βήμα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη