Εάν είσαι έφηβος, πάνω στα ντουζένια σου, πας ακόμα σχολείο ή δουλεύεις προσωρινά κι ακούς το ίδιο κήρυγμα στο replay κάθε μέρα, τότε σε αφορά. Θεωρείς τον εαυτό σου επαναστάτη αλλά πλέον κάπου στο δρόμο, έχασες την αιτία. Η μάνα σου, όμως, φροντίζει καθημερινά να σου υπενθυμίζει ότι τελικά μπορεί και να είναι από το τεράστιο χιούμορ του Θεού η επιλογή της. Ή πιο απλά, να έγινε λάθος στο μαιευτήριο.
«Τα ‘χεις ακούσει τόσες φορές που τα ακούς μέσα στο κεφάλι σου με κάθε λεπτομέρεια σαν ήχο κινητού. Έλεος παιδάκι μου πόση ώρα είσαι μέσα σε εκείνο το αναθεματισμένο το κομπιούτερ και χαζεύεις αυτά τα πράγματα του διαβόλου. Φτάνει, σου το είπα και θα στο λέω μέχρι να πεθάνω -κι από τον τάφο αν χρειαστεί. Μηχανάκι δε θα πάρεις, ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα. Ποτέ. Συνήθισέ, το χώνεψέ το, δεν ξέρω κι εγώ με τι, με σόδα, σπράιτ, κάτι, δεν ξέρω. Κατάλαβέ το επιτέλους, δε θα πάρεις δίκυκλο. Σε αγαπώ αλλά όχι.
Είσαι συνεχώς με ένα γιατί στο στόμα. Μου επιρρίπτεις ευθύνες γιατί δεν ενδίδω να σου εκπληρώσω το όνειρο. Όνειρο για σένα, ο χειρότερος εφιάλτης για μένα. Ξέρεις πόσοι έφυγαν καβάλα σε εκείνο το όνειρο με τελευταία τη μυρωδιά της μαύρης ασφάλτου;
Θα μου απαντήσεις και πόσα όνειρα δεν εξανεμίστηκαν στους τέσσερις τροχούς. Ναι αλλά είσαι μετρήσιμος στο δρόμο με αυτοκίνητο, «προστατευμένος». Έτσι σε νιώθω τουλάχιστον. Ενώ με τη μοτοσικλέτα είσαι αμελητέα ποσότητα. Φοβάμαι. Δεν κάνει διακρίσεις σε ηλικίες, θερίζει το δίκυκλο όνειρό σου. Μπήκες ποτέ σου στη θέση μου; Να σκεφτείς εσύ τι θα έκανες αν είχες σπίτι σου έναν επαναστάτη χωρίς αιτία και έπρεπε να τον κάνεις καλά.
Ήμουν κι εγώ κάποτε στην ηλικία σου και τώρα που με έφτασες στο απροχώρητο, θα στο πω. Είχα κι εγώ το ίδιο όνειρο με σένα. Δεν μου το πήραν και τώρα που είμαι στη θέση τους, καταλαβαίνω. Άντεξε. Θα έρθεις κι εσύ στη δική μου και θα καταλάβεις. Και για να μιλήσω και λίγο στη γλώσσα σου, κούλαρε λίγο γιατί μηχανάκι δεν έχει.
Καλύτερα να σφουγγαρίζεις το πάτωμα με την προβοσκίδα σου παρά να βλέπεις τα ραδίκια ανάποδα. Λοιπόν άραξε και σήμερα θα κάτσεις μέσα να διαβάσεις. Έμαθα και το wifi κι ίσως κλείσω το ρούτερ, πάντως δε θα συνδεθείς. Άντε γιατί πολλά μας τα ‘χεις κάνει. Όλη μέρα γκρίνια, μουρμούρα, ιδιοτροπία, «θέλω μηχανάκι, θέλω μηχανάκι» τα αυτιά μας πήρες, σαν χαλασμένη κασέτα ακούγεσαι.
Φτάνει πια! Όλη μέρα θες να κουνάς το δάχτυλό σου πάνω απ’ το τηλέφωνο. Για ποιο λόγο ακόμη δεν κατάλαβα. Ήθελα να ήξερα δεν το έχεις πονέσει το ρημάδι; Τι να πω, εμείς παίζαμε έξω στις αλάνες. Εσείς παίζετε στις οθόνες του κινητού σας. Στον καιρό μας δεν είχαμε τέτοια πράγματα. Περιμέναμε να βγει καμιά ταινία για να βάλουμε τα «καλά μας» να πάμε να τη δούμε ή κανένα πανηγύρι.
Δεν ζητούσαμε τίποτα γιατί δε θα μας το αγόραζαν. Όχι γιατί δεν ήθελαν, γιατί δεν μπορούσαν. Όχι εσείς που τα θέλετε όλα χθες και τα απαιτείτε κιόλας. Και τη μηχανή με τα δικά μου λεφτά θα την αγόραζα αλλά και πάλι δε μ’ άφησαν. Αλλά μη νομίσεις ότι δε στην παίρνω επειδή δεν την έπαιρναν σ’ εμένα. Όχι, απλά κατάλαβα τι σημαίνει να είσαι γονιός. Κι ύστερα λες εμένα κολλημένη. Συνεχώς επαναλαμβάνεις την ίδια φράση πρωί, μεσημέρι, βράδυ περίπου τις ίδιες ώρες «θέλω μηχανή» κι επειδή η απάντηση είναι και θα είναι για πάντα η ίδια όπως το όχι του Μεταξά, σταμάτα να το λες.»
Δες το εργάκι κι εσύ λίγο αλλιώς. Η κυρία που ακούγεται σαν χαλασμένη και ξεχασμένη στο ίδιο σημείο κασέτα, κάποτε ήταν καινούργια με όνειρα και προσδοκίες κι ύστερα έκανε εσένα κι όλα μπήκαν σε δεύτερη μοίρα. Για να μη βαρέσεις ένεση λοιπόν από την πολλή επανάληψη όπως στα βραζιλιάνικα, κάνε μια υποχώρηση και δέξου το εμπάργκο για μηχανάκι.
Διαπραγματεύσου σκληρά με κάτι άλλο μεγάλο, κανένα ηλεκτρονικό ας πούμε. Λέγοντας ότι θα το ξεχάσεις και δε θα αναφέρεις καν αν δεχθεί να στο πάρει. Θα το κάνει, θα δεις, άκουσε και δε θα χάσεις. Και κάτσε δείξε της γιατί κουνάς το δάχτυλό σου στην οθόνη του κινητού και θα καταλάβει γιατί δεν κουράζεται το δάχτυλό σου. Εκείνη σε έμαθε να περπατάς, σειρά σου τώρα. Εκτός κι αν αντέχεις τη μουρμούρα σε επανάληψη κάθε μέρα.