Μερικές φορές κυλάει τόσο αργά η ζωή που τα λεπτά περνούν τόσο βαριά που μοιάζουν αιωνιότητα. Σε κουράζει η νόρμα της καθημερινότητας, σε θλίβει. Νιώθεις σαν να έχεις πληρώσει το εισιτήριο για τη συναυλία, έχεις μπει μέσα αλλά σε υποχρεώνουν να πουλάς διαφημιστικά για να παραμείνεις, δεν ανήκεις στο κοινό. Κάπου εκεί υπάρχουν κάτι ταξίδια που για να πας δε χρειάζεται τίποτα μιας και δεν έχεις. Ούτε καν εισιτήριο.
Είναι εκείνο το ταξίδι των αναμνήσεων στην παλιά σου γειτονιά. Ναι, καλά κατάλαβες για την ίδια μιλάμε. Εκεί έπαιξες για πρώτη φορά μαζί με τα παιδιά της γειτονιάς τους άλλους συμμορίτες της ιερής αγέλης. Κυλίστηκες στις λάσπες γιατί έπρεπε να κερδίσετε στη μονόπορτα. Έπαιξες τάπες, βόλους, κουτσοβασιλέα και δε σε ένοιαζε κανένα check in γιατί δεν το ήξερες, δεν είχε σημασία.
Φώναζες, αχ φώναζες να κατέβουν από τα σπίτια τους οι γείτονες φίλοι σου να παίξετε. Αυτοί οι φίλοι είναι μαγικοί, μυθικοί, ζωντανεύουν έναν κόσμο ξέγνοιαστο, χωρίς προβλήματα, χωρίς σκοτούρες. Μπορεί κάποιους να έχεις να τους δεις από τότε, όμως, ακόμα κι έτσι τους νοιάζεσαι. Είναι οι ήρωες μιας άλλης ζωής, μακρινής που μοιάζει όαση μέσα στην έρημο. Η γειτονιά γέμιζε φωνές, γέλια και κλάματα γλυκά από χτυπήματα στα γόνατα απ’ το παιχνίδι κι όχι στην καρδιά απ’ τον έρωτα.
Απ’ όλες τις φωνές που ακούγονταν, όμως, πιο δυνατή ηχούσε η φωνή της μητέρας σου που φώναζε το όνομά σου για να πας σπίτι για φαγητό και διάβασμα, δε θυμάσαι άλλη σαν εκείνη. Αλλά εσύ, όχι, καθόσουν πεισματικά εκεί στο καλντερίμι μέχρι και το τελευταίο παιδί να πάει σπίτι του. Μέχρι να μην υπάρχει άλλη ελπίδα για παιχνίδι τη μέρα εκείνη και μετά συμβιβαζόσουν και πήγαινες για ύπνο. Το διάβασμα ή οτιδήποτε άλλο σου ήταν αδιάφορο. Λες και δε θα είχε κι αύριο παιχνίδι, θα φύγει το όνειρο και θα γίνεις μεγάλος.
Τους χειμώνες με ρούχα πολλά όλοι κάτω από το υπόστεγα χαχανίζατε και μιλάγατε με τις ώρες. Τα καλοκαίρια το μικρό κινητό παγωτατζίδικο είχε σήμα κατατεθέν μια χαζή γλυκιά μουσική, που μόλις ακουγόταν στη γειτονιά, όλοι έτρεχαν να τον προλάβουν. Ούτε δάνεια ούτε νοίκια ούτε δουλειά. Παιχνίδι στη γειτονιά και στα διαλλείματα σχολείο.
Το πρόσεξες ότι αυτό που έζησες σαν παιδί γίνεται τατουάζ στη καρδιά σου για πάντα ενώ όσα ζεις μεγαλώνοντας σημάδια μόνο στο κορμί σου; Μάλλον ο καθένας στην παλιά του γειτονιά θα περιμένει για πάντα, όπως ο Λειβαδίτης, γιατί εκείνη η γειτονιά είναι ο αγνότερός σου εαυτός. Είσαι εσύ απαλλαγμένος από έγνοιες με ανέμελο μυαλό και γεμάτη καρδιά χωρίς πληγές και μπαλώματα.
Δεν είναι τυχαίο που κάθε φορά που δυσκολεύουν τα πράγματα και γίνονται ζόρικα, αναπολείς να παλιά. Ταξιδεύεις στο παρελθόν και γίνεσαι παιδί. Εκεί η καρδιά βρίσκει βάλσαμο για μια απώλεια, μια αποτυχία, ένα χαμένο όνειρο. Εκεί σε εκείνη τη γειτονιά κι ας μην ήταν πλούσια, ας μην ήταν σύγχρονη. Ας ήταν παλιά και γκρίζα. Ζωντάνευε με την παρουσία των φίλων σου και μόνο. Των παιχνιδιών που παίζατε. Εκεί μεγάλωσες, εκεί μάλωσες, εκεί φίλιωσες. Όλα εκεί.
Ψάξε μέσα σου και βρες αυτή την παλιά, γλυκά νοσταλγική αλλά αληθινή γειτονιά. Βρες την και μην την αφήσεις, μη συμβιβαστείς και τη χάσεις· έχε την πάντα κάπου εκεί στο κέντρο της καρδιάς σου για να είναι προστατευμένη και να την επισκέπτεσαι όσο κι όποτε.
Χωρίς αναστολές και χρονοδιαγράμματα, κάτσε εκεί για όσο. Μη βιαστείς να επιστρέψεις, πάρε το χρόνο σου, πάρε μια τζούρα ανάμνησης και έλα στην πραγματικότητά σου πιο δυνατός. Σου έχω ακόμα κάτι καλύτερο· αν δεν ζεις πια εκεί, δώσε μια ώρα άδεια στον εαυτό σου και πήγαινε βρες την. Ψάξε για εκείνο το παλιό χαραγμένο όνομα που έγραψες στον τοίχο. Μόνο που θα το δεις και θα το αγγίξεις, θα εκπλαγείς με την επίδραση. Το εισιτήριο είναι δωρεάν και η επιστροφή ανά πάσα στιγμή δυνατή. Κράτα τη γειτονιά σου το απάνεμο λιμάνι σου σε ώρες φουρτούνας, κιβωτό επιβίωσης, χαλάρωσης κι επικοινωνίας με τον πιο αγνό σου εαυτό.
Τι λες, αντέχεις;