Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που ερωτεύτηκα.
Ούτε ξέρω αν έχω ερωτευτεί ποτέ πραγματικά.
Συνήθως βάπτιζα την ανάγκη, έρωτα και τη μοναξιά, αγάπη.
Όταν κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να αναπολήσω παλιούς μου έρωτες, μυρίζω στην ατμόσφαιρα μαρμελάδα φράουλα και ξεροψημένο κάστανο.
Με στοιχειώνει αυτή η μυρωδιά.
Χωμένη χρόνια σε αγκαλιές που μοσχοβολούσαν ακριβή κολόνια του εμπορίου και πράσινο σαπούνι, κλειδωμένη σε σπίτια που θύμιζαν κουκλόσπιτα, υποδυόμενη ρόλους που φάνταζαν καρικατούρες.
Άλλαζαν οι εποχές, οι άνθρωποι, οι συνθήκες μα εγώ θυμάμαι ένα κορίτσι που έγινε γυναίκα πριν προλάβει να το καταλάβει.
Ένα κορίτσι που έτρεχε με χαλασμένα κοτσιδάκια, ξυπόλητη, στις αλάνες της πλατείας και έγδερνε τα γόνατά του στο τσιμέντο όταν έπαιζε κρυφτό.
Μυρίζω παγωτό λεμόνι όταν πλησιάζει το καλοκαίρι και θυμάμαι πάντα το γλυκό βύσσινο στο πεζούλι της γειτονιάς.
Θυμάμαι ακόμα, γιατί μέσα σε όλες τις μυρωδιές που με πλημμυρίζουν, βρίσκεται κρυμμένος αυτός.
Μια γνωριμία που ξεκίνησε από τότε που μασουλούσαμε τις κόκκινες πιπίλες μας κι έδωσε τη θέση της σε μια φιλία χρόνων.
Μέσα από τα γέλια στο δεύτερο θρανίο του δημοτικού, τις περατζάδες για να κλέψουμε τα σύκα του γείτονα και τα βουτηγμένα δάχτυλα στο βάζο του γλυκού.
Μα η μαρμελάδα φράουλα τελείωσε.
Κι η υγρασία από τα αυγουστιάτικα φιλιά μας μέσα στην βάρκα, τη γερμένη κάθε τόσο από τα κύματα, ακόμα με αναστατώνει. Ιδίως όταν βουτάω τα πόδια μου στην θάλασσα.
Νιώθω την αλμύρα να ξεραίνεται πάνω μου κι αισθάνομαι την ίδια απογοήτευση με τότε που τα κύματα έσβηναν τα γραμμένα ονόματά μας στην άμμο.
Τώρα πλέον το φθινόπωρο δεν με κρατάει αυτός αγκαλιά κάτω από την ομπρέλα.
Το χειμώνα η μυρωδιά του καμένου κάστανου μου είναι ανυπόφορη.
Κάπου ανάμεσα στις μαρμελάδες και το παγωτό λεμόνι, τρύπωσαν οι σπουδές, οι υποχρεώσεις, η απόσταση.
Κι αναπόφευκτα ο χωρισμός.
Τα ασυγκράτητα γέλια ξαφνικά μετατράπηκαν σε παγωμένα χαμόγελα.
Τα άλλοτε παθιασμένα φιλιά, έδωσαν τη θέση τους σε τυπικές χειραψίες και χαμηλωμένα βλέμματα.
Η δειλία του τότε, ονομάστηκε ωριμότητα για να καλύψει πληγωμένους εγωισμούς, λόγια ανείπωτα κι αδιάκοπα αιμορραγούσες πληγές.
Ένας παιδικός έρωτας ήταν, μου είπαν κι εγώ τους πίστεψα γιατί έτσι με βόλευε.
Μια επιπολαιότητα της εφηβείας, του είπαν και το δέχτηκε, γιατί δεν τον έπαιρνε να κάνει διαφορετικά.
Έπεσα σε αγκαλιές που μου πρόσφεραν ευκαιριακή ευχαρίστηση αλλά ποτέ δεν αφέθηκα, ποτέ δε δόθηκα ολοκληρωτικά.
Ένα κομμάτι μου πάντα αναζητούσε αυτή τη μυρωδιά του κάστανου.
Το κορμί μου δεν έτσουζε πια από την αλμύρα που έμενε πάνω του.
Συνέχιζα να γυρεύω καινούριες αγκαλιές, με την ελπίδα πάντα να σβήνει στο πρώτο άγγιγμα.
Γιατί τα μάτια δεν πετούσαν σπίθες, τα χείλη δεν έτρεμαν στο πρώτο φιλί και τα σώματα δεν αναζητούσαν το ένα το άλλο με αγωνία.
Όλα διεκπεραιωτικά, μηχανικά σχεδόν αυτόματα.
Κορμιά που ενώνονταν από ανάγκη και όχι από πάθος.
Ψυχές που δεν ακροβατούσαν σε τεντωμένο σχοινί αλλά αναζητούσαν την ασφάλεια.
Κάθε φορά που καλοκαιριάζει και με ρωτούν τι είναι ο έρωτας, ψάχνω τι να απαντήσω.
Και τότε αυθόρμητα ανακαλώ μνήμες και χαμένες, στο πέρασμα του χρόνου, αναμνήσεις.
Γλύφω τα χείλη για να πάρω τη γεύση από το γλυκό βύσσινο που νομίζω πως έχει μείνει πάνω τους.
Θυμάμαι μυρωδιές ανακατεμένες με τον καυτό αυγουστιάτικο ήλιο και το αλάτι της θάλασσας.
Κι η απάντηση γίνεται τότε πολύ απλή.
Έρωτας είναι το κεφάλι μου πάνω στο στήθος του, ν’ ακούει την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή.
Έρωτας είναι το δάχτυλό μου και το δάχτυλο του βουτηγμένα μέσα στο βάζο της μαρμελάδας.
Αυτό είναι Έρωτας.