Δυο φορές στην μέχρι τώρα ζωή μου, βρέθηκα αντιμέτωπη με αυτό που εμείς οι θνητοί κοινώς αποκαλούμε «μεγάλο δίλλημα».
Τη μία εκ των δύο έπρεπε να αποφασίσω αν θα έκανα την επανάστασή μου και θα στριμωχνόμουν στο τριάρι της Αγίου Δημητρίου ή αν θα προτιμούσα το ζεστό φαγάκι της μαμάς μου και τα έτοιμα σιδερωμένα ρούχα μου, πακέτο με την γκρίνια της.
Τότε ασφαλώς και κέρδισε το τριάρι, τώρα έξι χρόνια αργότερα αν τα έβαζα πάλι στην ζυγαριά θα κέρδιζε με διαφορά η γκρίνια. Αρκετά ασιδέρωτα είχαν μαζευτεί.
Νομίζω όμως πως μπροστά στο δίλλημα που βρέθηκα ένα χρόνο πριν, το τριάρι στην Αγίου Δημητρίου και η γκρίνια της μάνας μου φαντάζουν απλώς σταγόνα στον ωκεανό.
Κάποτε στο πανεπιστήμιο θυμάμαι νοερά έναν καθηγητή μου, στο μάθημα της αυτογνωσίας αν δεν κάνω λάθος, να μας κάνει την εξής ερώτηση: “Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο μυαλό όταν ακούτε την φράση «Δεύτερη ευκαιρία»;”
Τότε με λίγο παραπάνω αυθορμητισμό και πολύ παραπάνω αντίδραση, του απάντησα σχεδόν αμέσως «Ξεπούλημα, αυτό μου έρχεται στο μυαλό».
Τον θυμάμαι απλώς να γελάει και λίγο μετά να με παρατηρεί από πάνω ως κάτω με έναν σχεδόν επικριτικό τρόπο.
Δεν αναρωτήθηκα ποτέ γιατί τότε του είχε φανεί αστείο αυτό που είπα και καθόλη την μετέπειτα πορεία μου, μπορώ να πω πως δεν με απασχόλησε ιδιαίτερα ο λόγος.
Μέχρι την στιγμή που επί της Λεωφόρου Νίκης σημειώθηκε σφοδρή σύγκρουση μεταξύ εμού και του Παύλου.
Έρωτας κεραυνοβόλος και ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Εσείς που έχετε βρεθεί στην θέση αυτή σίγουρα θα έχετε ήδη πιάσει το νόημα, οι υπόλοιποι απλώς κρατήστε την ανάσα σας.
Ο έρωτας με τον Παύλο ήταν κάτι σαν ένα ξέφρενο ξεφάντωμα μέχρι πρωίας στα μπαράκια της παραλιακής, που κατέληγε τις περισσότερες φορές σε ένα ανυπόφορο hangover.
Υπερβολική δόση ζάλης, όχι από ποτό αλλά από έρωτα, μέσα στο σκοτάδι με φώτα που περιστασιακά αναβόσβηναν και με την μουσική τέρμα, να τραντάζει και το παραμικρό κύτταρο του σώματός μου.
Μάτια κλειστά που άνοιγαν που και που για να κρυφοκοιτάξουν την κίνηση γύρω τους, κορμιά κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο, παραδωμένα στα ένστικτά τους και κόσμος που έμπαινε και έβγαινε μέσα έξω, κάποιες φορές ίσως και παραμέσα.
Τα καλά νέα για μένα ήταν πως δεν είχα ξαναζήσει ποτέ μια μέθη τέτοιου είδους και ως ένα βαθμό το απολάμβανα όλο αυτό, τα κακά νέα ήταν πως το hangover που είχα κάθε πρωί μου δημιουργούσε σοβαρές στομαχικές διαταραχές.
Όταν ανακάλυψα ότι ο Παύλος δεν ήταν στο σπίτι του Γιάννη, αράζοντας στον καναπέ με πίτσα, μπύρα και champions league στην τηλεόραση ήταν και η πρώτη φορά που η φράση «δεύτερη ευκαιρία» έπαιρνε ρόλο βασικό στη ζωή μου.
Ξαφνικά ήρθα αντιμέτωπη με ένα δίλλημα μεγαλύτερο από όσο είχα τολμήσει ποτέ να φανταστώ. Πόσο εύκολο είναι να δώσεις μια δέυτερη ευκαιρία; Το αντέχεις; Και κυρίως, την αξίζουν όλοι;
Θύμωσα, νευρίασα, έσπασα τα cd του, έκλαψα, με κατηγόρησα, τον κατηγόρησα αλλά τίποτα δεν με βοήθησε να πάρω μια απόφαση.
Μίλησα με την Κατερίνα που έδινε δεύτερες ευκαιρίες στον Τάσο λες και ήταν σε περίοδο εκπτώσεων. Συμβουλεύτηκα την Έλενα που πάθαινε αλλεργία και μόνο στο άκουσμα των δύο αυτών λέξεων και θαύμασα απίστευτα το «διορατικό» ταλέντο και το αλάνθαστο ένστικτο της Εβελίνας που ήξερε πάντα σε ποιον να δώσει το συγχωροχάρτι και σε ποιον όχι.
Και τελικά κατέληξα.
Παλεύεις με Θεούς και δαίμονες εκείνη την στιγμή, η προδοσία σε τσακίζει κι από την άλλη έρχεται ο συνήγορος του διαβόλου να σου πει πως όλοι είμαστε άνθρωποι με αδυναμίες και αχίλλειο πτέρνα. Ανάθεμά σε Αχιλλέα!
Βάζεις τον εαυτό σου να κάνει την μία υπόθεση μετά την άλλη, να προσπαθεί να σκεφτεί τι θα γίνει αν την δώσεις την καταραμένη την ευκαιρία και τι αν δεν την δώσεις, να απορρίπτει ένα ένα τα σενάρια και να υψώνει μπροστά σου τοίχους ολόκληρους.
Προσωπικά πιστεύω στις δεύτερες ευκαιρίες, όχι σ’εκείνες που χαρίζονται ούτε δίνονται απλόχερα σε τιμή ευκαιρίας, αλλά σε αυτές που κερδίζονται με το σπαθί και την αξία τους.
Γιατί όποιος ζητά τη δεύτερη ευκαιρία πρέπει να είναι και πρόθυμος να αποδείξει πως την αξίζει.
Αν λοιπόν δεν είστε πρόθυμοι να παλέψετε, μην την ζητήσετε.
Κι αν δεν είστε βέβαιοι πως μπορείτε να απαλλαχτείτε απ’το ζιζάνιο της αμφιβολίας, μην την δώσετε.
«Μετάνιωσες;» με είχε ρωτήσει η κολλητή μου τότε «Μετάνιωσες που του έδωσες και δεύτερη ευκαιρία και πάλι έκανε τα ίδια;»
Πριν της απαντήσω, θυμάμαι πως της χαμογέλασα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που πριν χρόνια είχε χαμογελάσει ο καθηγητής μου, όταν του απάντησα στην ερώτησή του περί δεύτερων ευκαιριών.
«Ναι, μετάνιωσα γιατί στον Παύλο δεν έδωσα απλά μια δεύτερη ευκαιρία, στον Παύλο ξεπούλησα τον εαυτό μου και την αξιοπρέπειά μου και μάλιστα σε τιμή ευκαιρίας!»