Να ερωτεύεσαι και να αγαπάς σα να μην υπάρχει αύριο, λέει ο σοφός λαός μας και ακόμη εξακολουθώ να ξαφνιάζομαι ευχάριστα όταν συναντώ ανθρώπους αυτής της κατηγορίας.
Συμπυκνώνουν σε μια φράση ολόκληρη την ουσία της ύπαρξής μας.
Χωρίς δεύτερες και τρίτες σκέψεις, με αυθορμητισμό,τρέλα και αλήθεια, όπως εξάλλου της αξίζει.
Από αλήθεια έχουμε ανάγκη σήμερα, όχι από οργάνωση και προγράμματα
.Ο έρωτας δεν χωράει μέσα σε αυτά και για του λόγου το αληθές, δεν είναι και της φύσης του να στριμώχνεται.
«Τι πάει να πει αν δεν κάνεις καριέρα τώρα πότε θα κάνεις;» φώναζα στο τηλέφωνο καθώς για άλλη μία φορά έκανα ανέλπιδες προσπάθειες να αλλάξω μυαλά στην ξενιτεμένη, πλην ταγμένη, καριερίστα φίλη μου.
«Παιδί μου τον θες;» την ρώτησα ενώ τακτοποιούσα τα ψώνια του σούπερ μάρκετ για να πάρω την εξής απάντηση «Σαν τρελή, αλλά δεν μπορώ να τα βολέψω.Η έρωτας ή καριέρα.Και προτιμώ να είμαι μια επιτυχημένη, εξασφαλισμένη αλλά μόνη από επιλογή παρά μια ερωτευμένη, αποτυχημένη, άφραγκη.»
Όταν ακούω ερωτευμένους να μιλάνε για συναίσθημα και λίγο παρακάτω να μου κοτσάρουν και ένα «αλλά», καταλαβαίνω πως ο έρωτας αυτός δεν έχει και πολλές ελπίδες σωτηρίας.
Είναι καταδικασμένος πριν καλά καλά κάνει το ντεμπούτο του.
Για την ακρίβεια, εκνευρίζομαι. Εκνευρίζομαι όχι μόνο σε συναισθηματικό επίπεδο, αλλά κυρίως σε κοινωνικό.
Τα βάζω με όλους αυτούς, που μας γαλούχησαν από παιδιά, με την προσδοκία, με το βάρος μιας καριέρας, μιας οικονομικής εξασφάλισης, μιας ευημερίας.
Δε μας μίλησαν ποτέ για αγάπη στο σχολείο. Δεν ανοίχτηκαν κουβέντες για συναισθήματα, στα οικογενειακά τραπέζια.
Ακόμη και το φιλί του πατέρα προς τη μάνα, γινόταν στα κρυφά. Στα πεταχτά λες και είναι κάτι πονηρό, λες και το παιδί δεν πρέπει να δει.
Κι έτσι καταλήξαμε λάτρεις της αρπαχτής και της ξεπέτας.
Αλλεργικούς σε οτιδήποτε εμπεριέχει δεσμεύσεις και συμβιβασμούς.
Ο έρωτας μια φορά θα σου χτυπήσει την πόρτα και για τους πολλοί τυχερούς άντε να ναι και δύο.
Δεν του αξίζει να του την κλείσεις στα μούτρα.Είναι σαν να παραβαίνεις τους άγραφους νόμους της φύσης.Σαν να διαπράττεις ύβρις προς την ίδια την ζωή που σου φέρθηκε τόσο ευνοϊκά.
Με φοβίζουν οι άνθρωποι που είναι ωραίοι, επιτυχημένοι, ευφυείς, αλλά στεγνοί από συναίσθημα.
Δοσμένοι σε στόχους και όνειρα που περιλαμβάνουν πολύ δουλειά, ακόμη πιο πολλά λεφτά, φήμη και περιστασιακές σχέσεις παρασιτισμού που ξεκινάν με την «στέρεη» βάση του one night stand.
Βάζουν λουκέτο στην καρδιά τους, την κλειδώνουν διπλά και τριπλά και κρύβουν καλά το κλειδί προκειμένου να αφοσιωθούν απερίσπαστοι σε μια δήθεν καριέρα, αποποιούμενοι το πιο αναζωογονητικό συναίσθημα που έχει δοθεί στον άνθρωπο, από τότε που πάτησε το πόδι του στην γη.
Θα του βρεις κρυμμένους πίσω από γραφεία με δερμάτινες καρέκλες που τους δίνουν την σιγουριά και το κύρος που αναζητούν, μιας και την ανασφάλεια του έρωτα την αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι.
Πτυχία, διπλώματα, μάστερ,ντοκτορά και τρέχα γύρευε.
Άχρηστα επί της ουσίας χαρτιά που κοσμούν άσπρους τοίχους και φανερώνουν χαμένο χρόνο.
Απρόσωπα έγγραφα που δηλώνουν τιμητικούς τίτλους και πολλά χειροκροτήματα κατά παράταξη πάνω στο σύνθετο του σαλονιού.
Έχουν και αυτά την αξία τους,δεν λέω.
Αλλά δεν θα σε αγκαλιάσουν ποτέ το βράδυ που θα κρυώνεις, δεν θα σου μιλήσουν για έρωτα, ούτε θα σου ψιθυρίσουν στ ’αυτί πως σ’ αγαπούν.
Εσύ διαλέγεις αν θα παραδοθείς στον έρωτα, αυτός απλά σε επιλέγει.
Θα αναζητήσεις αυτόν που θα σου πιάσει το χέρι και θα τρέξετε μαζί στο αντίθετο ρεύμα της Εθνικής ή θα αρκεστείς σε ένα υπέρδιπλο κρεβάτι που θα γεμίζεις περιστασιακά το μαξιλάρι δίπλα σου;
«Σε δύο μήνες φεύγω για Παρίσι,με πήραν σε μια πολυεθνική» μου είπε η ξενιτεμένη φίλη μου σε μία από τις σπάνιες εξορμήσεις της στην Ελλάδα.
«Εσύ; Τι κάνεις αυτόν τον καιρό;» με ρώτησε με το ύφος του μεγαλοεπιχειρηματία που είναι έτοιμος να κλείσει το deal.
«Εγώ είμαι ερωτευμένη!» της απάντησα και διέκρινα μια ειρωνεία στο βλέμμα της.
«Και σου αρκεί;» με ξαναρώτησε αυτήν την φορά με περισσότερη ένταση στην φωνή της.
«Αμέ! Το βράδυ που κοιμάμαι έχω κάποιον να με παίρνει αγκαλιά και να μου ζεσταίνει τα πόδια.Εσύ με ποιον κοιμάσαι το βράδυ;Με την καριέρα;» της είπα και της έσκασα ένα μεγάλο χαμόγελο σαν διαφήμιση οδοντόπαστας για να την δω να κατεβάζει το κεφάλι.
«Τον έρωτα άμα τον αφήσεις, σε αφήνει και αυτός!» είπα και πρόσθεσα λίγο ακόμα καφέ στα φλιτζάνια μας.