«Καλημέρα, σ’αγαπω» γραμμένο στην πίσω σελίδα του λογαριασμού της Δ.Ε.Η και στερεωμένο στην πόρτα του ψυγείου με ένα μαγνητάκι αγορασμένο από τις διακοπές του 2009 στην Νάξο.
Αυτός είναι ο τρόπος τους να επικοινωνούν εδώ και τέσσερα ολόκληρα χρόνια συγκατοίκησης.
Λίγο πρόχειρος, λίγο ξεπερασμένος, αλλά δικός τους.
Έρωτας εν’όψει οικονομικής κρίσης. Τον έχετε ακουστά;
Χειρότερος και από τον έρωτα στα χρόνια της χολέρας.
Έρωτα στα χρόνια της χασούρας θα τον χαρακτήριζα εγώ.
Εκείνη ειδικευόμενη παθολόγος με βλέψεις μεγαλογιατρού που χτυπάει οχτάωρα στο διάβασμα και δεκάωρα στο νοσοκομείο.
Εκείνος πρώην λογιστής, νυν οδηγός ταξί και στο μέλλον ίσως και άνεργος.
Η Όλγα και ο Στέλιος, ο Στέλιος και η Όλγα. Τα παιδιά της διπλανής πόρτας.
Ο γείτονας, ο φίλος, ο συνάδελφος, η γυναίκα, ο άντρας σου και γιατί όχι και εσύ;
Παλεύουν να κάνουν το ανέφικτο εφικτό, μιλούν για αγάπη και έρωτα σε μια εποχή που τους απαντά με στριμωγμένους απλήρωτους λογαριασμούς στο χρηματοκιβώτιο.
Δίνουνε συναίσθημα σε μια κοινωνία που έχει μάθει να υπολογίζει μόνο σε ευρώ και να μιλά για μετρητά, επιταγές, ομόλογα και τράπεζες. Σε τι γλώσσα να τα πούνε;
«Πώς βρίσκετε χρόνο ο ένας για τον άλλον με τόσο τρέξιμο;» την ρώτησα μία από τις σπάνιες φορές που είχαμε πάει μαζί για ψώνια και ήθελα τόσο πολύ να μου την λύσει αυτήν την απορία.
«Είναι απλό, για όλους τους υπόλοιπους η μέρα έχει εικοσιτέσσερις ώρες,για μας ποτέ δεν είναι αρκετές μόνο τόσες.»
Η Όλγα είναι το ολοζώντανο παράδειγμα πως τα νούμερα δεν έχουν καμία θέση δίπλα στα συναισθήματα. Τι πάει να πει η οικονομική κρίση φθείρει τον έρωτα;
Από πότε η αγάπη τα βάζει τόσο εύκολα κάτω;
Σε μια εποχή που θέλει ανθρώπους μόνους και έρημους σαν τις καλαμιές στον κάμπο, ανθρώπους ρομπότ και μηχανές του κιμά, χωρίς συναίσθημα και ουσία που τα βολεύουν όλα με μια γρήγορη συνουσία, η Όλγα και ο Στέλιος μιλάνε με σημειώματα στο ψυγείο, στέλνουν μηνύματα στα κενά τους με καρδούλες, σ’ αγαπώ και όλα τα δήθεν γλυκανάλατα και προτιμούν να περάσουν το τριήμερο αγκαλιά στο κρεβάτι παρά να πάρουν σβάρνα όλα τα στέκια των συνομηλίκων τους.
Ξαπλώνουν ακόμα στην ταράτσα για μαύρισμα το καλοκαίρι, έχουν ως καβάτζα πάντα την πλαστική πισίνα όταν ο μισθός δεν φτάνει για διακοπές πολυτελείας και ναι, Έλληνα του σολομού και της γαρίδας, τρώνε στο σπίτι τους με θέα τα ρούχα της κυρά- Σούλας και όχι στο πανάκριβο εστιατόριο της παραλιακής, αρκεί να ναι αγκαλιά.
Για φαντάσου!
Δεν αδειάζουν συσκευασίες από χαρτομάντιλα, κλαίγοντας την μοίρα τους σε έναν καναπέ καθισμένοι με τις πιτζάμες και το τσάι τους, λες και ξέχασαν να πεθάνουν.
Δεν σταματούν να κάνουν σχέδια, ούτε και περιμένουν ένα θαύμα για να τους σώσει.
Δουλεύουν όχι για να επιβιώνουν αλλά για να ζουν.
Τολμούν και κάνουν όνειρα ακόμα, γιατί αυτά δεν κοστίζουν.
Και ας μην έχουν ένα ολοκληρωμένο σερβίτσιο στο σπίτι τους και ας έχουν μαξιλάρες στο πάτωμα αντί για καναπέ γωνιακό με ασορτί ριχτάρι, ας έχουν μία μόνο τηλεόραση στο σαλόνι από εκείνες τις χοντρές με την μικρή οθόνη.
Ό,τι τους λείπει σε λεφτά το καλύπτουν σε συναίσθημα.
Ζεστοί, φιλόξενοι, με ένα χαμόγελο πάντα ακόμη και στα δύσκολα. Το ραδιόφωνο στην διαπασών, τις μπύρες χωμένες κάτω από τις μασχάλες και τα βιβλία της Όλγας κάπου ανάμεσα στα στρώματά τους τα βράδια.
Ανθρώπους θέλει η κοινωνία, όχι αριθμούς.
Με αισθήματα, με όνειρα, με τσαγανό και καντάρια τρέλας κόντρα σε όλη αυτήν την παράνοια των ημερών.
Ανθρώπους δεμένους σα μια γροθιά, με πάθος για ζωή και όρεξη για νέα ξεκινήματα.
Δεν ψάχνει τον καταστροφολόγο, θέλει να γεννήσει τον μαχητή, τον αρχηγό, τον ηγέτη.
Χορτάσαμε από λόγια, στην πράξη το έχουμε ένα θεματάκι εμείς οι Έλληνες.
Θέλουμε κάποιον να μας ανάψει την φωτιά, να μας πει για τι να παλέψουμε.
Και ρωτάω εγώ τώρα, αν ο έρωτας δεν είναι ο κύριος λόγος για να παλέψει κανείς, τότε τι είναι;
Η οικονομική κρίση τσακίζει μόνο τις μικρές αγάπες.
Πριν την κρίση ήταν ο πόλεμος, πριν τον πόλεμο σεισμοί, λοιμοί, καταποντισμοί.
Σταμάτησαν ποτέ οι άνθρωποι να ερωτεύονται;
Η κρίση δεν είναι το δηλητήριο, είναι το φάρμακο και όσο πιο γρήγορα το πάρουμε χαμπάρι τόσο το καλύτερο.
«Πρέπει να πληρώσουμε το ρεύμα,θα μας το κόψουν» είπε λίγο αδιάφορα η Όλγα στον Στέλιο ένα βράδυ που έτυχε να είμαι κι εγώ εκεί, ενώ ταυτόχρονα έσβηνε το τσιγάρο της στο πλαστικό ποτήρι που έχουν για τασάκι.
«Ε! Και τι αγχώνεσαι; Τα κεριά είναι στο δεύτερο συρτάρι μωρό μου!» της απάντησε και τη φίλησε στο μέτωπο.