Άρχισε να μυρίζει καλοκαίρι.
Λίγο τα beach party, λίγο το αεράκι, το κρασί, η θάλασσα και τα αγόρια μας.
Ειδικά αυτό το τελευταίο, μυρίζει καταστροφή από χιλιόμετρα.
Τρελαίνομαι για εκείνα τ’ ατελείωτα βράδια.
Η παλιοπαρέα γύρω από την φωτιά στην παραλία.
Αμέτρητες παγωμένες μπύρες κι εμείς αγκαλιά να τραγουδάμε παράφωνα Ζερβουδάκη, με την κιθάρα του Γιώργη.
Παραμιλητό από την καψούρα και την αλητεία.
Καλοκαίρι και έρωτας.
Καλοκαίρι και καημός.
Παιδική ανεμελιά, μπλεγμένη με πρόωρη εφηβεία και βίαιη ενηλικίωση.
Ο Μανωλάκης της παιδικής χαράς, έδωσε τη θέση του στο Στέλιο της παραλίας.
Κι όταν έφυγε κι αυτός ο σερβιτόρος του beach bar, με τα δύο τατουάζ στην πλάτη και την τρύπα στο φρύδι, ήρθε ο Γιαννάκης που δεν μπορούσε να πει το «ρ» μέχρι τα επτά του.
Έρωτες που κάνουν θεαματικό come back.
Έρχονται κάθε που αρχίζουν να γεμίζουν οι παραλίες, η θερμοκρασία να ανεβαίνει και τα τουριστικά γραφεία να βγάζουν την μία προσφορά μετά την άλλη.
Με τον ίδιο ακριβώς μεγαλειώδη τρόπο πέφτει και η αυλαία τους.
Κάθε που το κύμα παρασύρει ό,τι έχει απομείνει από τις ξαπλώστρες, το θερμόμετρο βαδίζει στα μείον και τα τουριστικά φουλάρουν με χειμερινούς προορισμούς.
Έρωτες του καλοκαιριού με λίγα λόγια.
Έρωτες απαράμιλλης κι ανεκτίμητης αξίας.
Ματιές κρυφές, ξαπλώστρες κολλητές, πόδια που τρίβονται κάτω από την άμμο,
Μονογράμματα χαραγμένα στην ακροθαλασσιά, εκεί που σκάει το κύμα.
Παγωτό με γεύση φράουλα και βανίλια, λιωμένο πάνω στο χέρι.
Δήθεν ζήλιες, τρυφερά φιλιά με άρωμα κακάο κι αφελείς αγκαλιές.
Έρωτες μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Διαχρονικοί, ακατανίκητοι, ανέμελοι, άνευ ουσίας και σημασίας.
Έρωτες που μετατρέπονται, καλοκαίρια αργότερα, σε στίχους τραγουδιών.
Οι γουλιές απ’την τεκίλα αμέτρητες και οι ματιές πίσω απ΄την κιθάρα τρυφερά προκλητικές.
Κάποιοι έρωτες σου θυμίζουν παιδικά ξεκαρδίσματα.
Άλλοι κάτι σελίδες ημερολογίου, γεμάτες με αρχικά, κομμένες άτσαλα με πλαστικό ψαλίδι.
Κι εκείνοι οι λίγο πιο σοβαροί, γεμάτοι ανομολόγητα ή μισοειπωμένα σ’ αγαπώ.
Σ’αγαπώ που έμειναν να αιωρούνται για πολλά καλοκαίρια.
Ξεχασμένα κι αυτά όπως οι ψάθες και τα βατραχοπέδιλα στην παραλία με τους κοφτερούς βράχους.
Κάθε καλοκαίρι, η ίδια προσμονή γι’ αυτά τα βράδια.
Γύρω από την φωτιά που ακόμη κι οι στάχτες της αναζωπυρώνουν κάτι από τα ξεχασμένα.
Χωρίς «πώς» και «γιατί», χωρίς ντροπές, ανασφάλειες και κακίες.
Με αγάπη, αληθινή και πηγαία.
Προπάντων όμως με την ίδια παιδική ανεμελιά και αθωότητα του τότε.
Ένα τότε που κάθε καλοκαίρι γίνεται τώρα.
Για να γίνει κάποτε ένα ακλόνητο «για πάντα».
Παιδιά που μεγάλωσαν, ερωτεύτηκαν, αγάπησαν, πληγώθηκαν, απογοητεύτηκαν.
Πάντα όμως δίνουν το παρόν γύρω από την φωτιά.
Ξέρουν πως όσο κι αν οι καταστάσεις άλλαξαν, όσο κι αν αυτοί προτιμούν τώρα το martini από το παγωτό φράουλα, κανείς δεν πάει πουθενά αν ξεχνάει.
Αν λησμονεί από πού ξεκίνησε και με ποιους βάδισε αυτόν το δύσκολο δρόμο.
Αυτά τα καλοκαίρια να θυμάστε, γι’ αυτά να ζείτε και γι’ αυτά, πιστέψτε με, αξίζουν να καείτε στην φωτιά. Με την τρελοπαρέα, όπως παλιά.
Για όσο η κιθάρα του Γιώργη έχει καλοκουρδισμένες χορδές.
Και στο καφάσι οι μπύρες μένουν κρύες.