Καθισμένη για ακόμη ένα Κυριακάτικο βράδυ στην γωνία του καναπέ, περίμενα να πάει δώδεκα και να χτυπήσει το τηλέφωνο, σα μια άλλη σταχτοπούτα στην πιο σύγχρονη εκδοχή της.
Τράβηξα αργά αργά την κουρτίνα του σαλονιού και κόλλησα όσο πιο διακριτικά μπορούσα το κεφάλι μου στο τζάμι.
Η κοπέλα του τρίτου ορόφου στην απέναντι πολυκατοικία ετοίμαζε πάλι την κόκκινη βαλίτσα.
Δυόμισι χρόνια τώρα εκείνη η ίδια βαλίτσα, γέμιζε και άδειαζε κάθε βδομάδα σχεδόν.
Όταν δεν πήγαινε αυτή, ερχόταν εκείνος.
Γιορτές, αργίες, επετείους, γενέθλια, τα πάντα μαζί και ας τους χώριζαν τόσα χιλιόμετρα.
Εκείνος Λονδίνο, εκείνη Θεσσαλονίκη.
Μια σχέση με δόσεις ή για την ακρίβεια μια τέλεια σχέση σε δόσεις.
«Ε, λοιπόν τέτοιο έρωτα δεν ξανάδα», είπα ένα πρωί στην κολλητή μου, την Εύα που είχε έρθει για τον καθιερωμένο καφέ.
«Διακρίνω έναν τόνο ζήλιας μικρή;», με ρώτησε ενώ συνέχισε να τους κοιτά μέσα από το τζάμι, να φιλιούνται στην εξώπορτα λίγο πριν εκείνος μπει στο ταξί.
«Στην ίδια θέση φαίνεται να είμαστε, σχέση από απόσταση. Με μια μικρή διαφορά μόνο, αυτός έρχεται να την δει.»
Δεν μίλησε, απλώς γύρισε, με κοίταξε και μου χαμογέλασε.
Ήμουν και εγώ από εκείνους που τέτοιους έρωτες τους καταδίκαζαν.
Πίστευα πως για ν’αντέξει η μαγεία στο χρόνο, θέλει και τους δύο παρόντες, όχι μόνο στο μυαλό αλλά και στην πράξη.
Η θεωρία απέχει μακράν όμως από την πραγματικότητα.
Όταν κάτι τόσο δυνατό σου χτυπάει την πόρτα, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να το ζήσεις και να το αφήσεις να σε παρασύρει.
Ο Ανδρέας, έτσι απροσδόκητα μπήκε στην ζωή μου ένα απόγευμα του Δεκέμβρη και έτσι απροσδόκητα μετά από ένα χρόνο σχέσης, μου ανακοίνωσε πως πρέπει να φύγει για δουλειά στην Ιταλία.
Ακόμα θυμάμαι όταν περιμένω απεγνωσμένα να χτυπήσει το τηλέφωνο τα βράδια, έστω και για ένα γρήγορο καληνύχτα, τι του είπα όταν ετοίμαζε βαλίτσες «Για εμάς δεν υπάρχει απόσταση που να μην μπορούμε να την καλύψουμε».
Εδώ και δύο χρόνια έχω μάθει την Ιταλία καλύτερα και από τους ίδιους τους Ιταλούς, ξεπέρασα τον μεγαλύτερο μου φόβο για τα αεροπλάνα, έχω πάθει πνευμονία περιμένοντας την επόμενη πτήση μέσα στο κρύο επειδή η δική μου ακυρώθηκε.
Ξεκίνησα ακόμη και ταχεία μαθήματα Ιταλικών, για να μπορώ να συζητάω τα απαραίτητα.
Την τελευταία φορά μπαίνοντας στο αεροπλάνο μετά από δέκα μέρες γεμάτες πάθος και ευτυχία, του είπα πως τώρα θα τον περιμένω εγώ στο σπίτι μας.
«Αφού δεν προλαβαίνω μωρό μου και το ξέρεις», μου ψιθύρισε για ακόμη μία φορά και μου έδωσε ένα ρουφτηχτό φιλί στο στόμα.
«Αξίζει;» αναρωτήθηκα μια μέρα καθώς ξαγρύπναγα για ακόμη μία φορά στον καναπέ μου, περιμένοντας το τηλέφωνο να χτυπήσει.
Αξίζει μια βδομάδα ευτυχίας και δέκα δυστυχίας;
Αξίζει μια ζωή μέσα στους συμβιβασμούς και μάλιστα όταν πρόκειται για μονόπλευρους;
Ο Ανδρέας επέλεξε να μη με αισθανθεί. «Βρε αγάπη μου, κατάλαβέ με σε παρακαλώ, δεν χωράς πουθενά στο πρόγραμμά μου αυτόν τον μήνα».
Για την ακρίβεια δεν χωρούσα ποτέ και αυτό έπρεπε να το είχα συνειδητοποιήσει πριν η γωνία του καναπέ μου κάνει λακκούβα, πριν ο λογαριασμός του κινητού μου ξεπεράσει το όριο και πριν οι αεροπορικές εταιρίες με βάλουν στην λίστα τους με τους χρυσούς πελάτες.
Όχι, πλέον δεν θεωρώ πως η απόσταση είναι η αιτία που χωρίζουν τα ζευγάρια.
Θα ήμουν πραγματικά ανόητη, αν πίστευα πως ο λόγος που αποφάσισα να αφήσω πίσω μου τον Ανδρέα, ήταν τα χιλιόμετρα που μεσολαβούσαν μεταξύ μας.
Τα κλισέ του τύπου «η απόσταση φθείρει τις σχέσεις», τα έχω αφήσει πίσω μου εδώ και καιρό και πραγματικά οικτίρω τους ανθρώπους που καταφεύγουν ακόμα σε τέτοιες φθηνές δικαιολογίες, για να αποδώσουν κάπου το χωρισμό τους.
Στον έρωτα, δε χωράνε σύνορα και αποστάσεις. Ο έρωτας κρατά βαλίτσα.
Γιατί εκείνος, βρίσκει πάντα τον τρόπο να καλύψει τα κενά και όχι να τα μπαλώσει πρόχειρα.
Ο χρόνος, οι συνθήκες και η απόσταση αποτελούν απλά την πιο εύκολη και για πολλούς πιστευτή δικαιολογία.
Στην πραγματικότητα όμως, ο έρωτας είναι απαιτητικός, διεκδικητικός, ανυπάκουος και ατίθασος.
Αυτόν τον ένα μήνα που είχα να επικοινωνήσω με τον Ανδρέα, περίμενα ότι θα τον έβγαζα μπροστά στο τζάμι με τραβηγμένη την κουρτίνα να χαζεύω το ζευγαράκι του τρίτου και τα πηγαινέλα τους.
Ξαφνιάστηκα όταν ένα πρωί είδα την κοπέλα του τρίτου, με άλλο χρώμα βαλίτσα να περιμένει δίπλα μου το λεωφορείο.
Λίγο αργότερα δεν πίστευα στα αυτιά μου όταν την άκουσα να μιλάει προφανώς με μια φίλη της στο τηλέφωνο: «Με έπνιγε Νεφέλη,ξέρεις τι θα πει με έπνιγε; Μου κουβαλιόταν βδομάδα παρά βδομάδα σπίτι και ήθελε να κάνω και εγώ το ίδιο…».
«Ρε τι έγινε με το ζευγαράκι απέναντι; Δεν τους βλέπω εδώ και καμιά βδομάδα που έρχομαι», με ρώτησε απορημένη η Εύα, ενώ εγώ πετούσα τα αποτσίγαρα από το τασάκι.
«Χώρισαν γιατί δεν άντεχε λέει τα πολλά πηγαινέλα του, την έπνιγε»,
«Άλλη μία σχέση με δόσεις που δεν άντεξε», μου είπε και ξεφύσησε απογοητευμένη.
«Αυτή δεν άντεξε την υπερβολική δόση,εγώ δεν πήρα ούτε καν την απαραίτητη», συμπλήρωσα και συνέχισα να πλένω το τασάκι.
Τουλάχιστον ξεπέρασα τον φόβο μου για τα αεροπλάνα και κάτι είναι και αυτό.