Η πρώτη φάση μιας νέας σχέσης, όπου τα άτομα κυρίως γνωρίζονται, χαρακτηρίζεται ως η ίσως καλύτερη περίοδός της, αφού το ζευγάρι συνήθως περνάει χρόνο μαζί και βγαίνει ραντεβού ή δοκιμάζει ο ένας τον άλλον μέχρι να καταφέρουν να βρουν τις βάσεις τους και να αποκτήσουν μια καλύτερη άνεση μεταξύ τους. Είναι η περίοδος που υπάρχει μια γλυκιά αγωνία, μια διαρκής αναζήτηση για το τι θα γίνει μετά και πώς θα καλλιεργήσει ο ένας το ενδιαφέρον του άλλου.
Και πάνω στη διεκδίκηση αυτή και τις πρακτικές για να φέρει ο ένας τον άλλο κοντά του, σκάει μύτη η ανασφάλεια με λόγια -και πράξεις- που θα μπορούσαν να είναι μέχρι και χειριστικές. «Να με προσέχεις γιατί πολλοί με θέλουν και θα με χάσεις». Ατάκες που λέγονται επίτηδες και βγάζουν προς τα έξω την αίσθηση ότι -και χάρη σου κάνω που είμαι μαζί σου- συνήθως οδηγούν είτε στο να ξενερώσει εντελώς η άλλη πλευρά, είτε να αισθάνεται λίγη κι ανεπαρκής, λειτουργώντας ενοχικά.
Όταν αρχίσει ένα άτομο να εκδηλώνει της ανασφάλειές του προς τον σύντροφό του με κουβέντες του τύπου «θα σε αφήσω και δε θα βρεις άλλο σαν εμένα» δημιουργεί ένα καθεστώς όπου ο ένας σύντροφος έχει τη θέση του επάθλου κι ο άλλος πρέπει να κάνει διαρκώς ό,τι μπορεί για να το διατηρήσει. Ασχέτως αν υπάρχουν οι ποιότητες στις οποίες αναφέρεται, το πιο πιθανό είναι να μην το πιστεύει ο ίδιος για τον εαυτό του, αλλά διαφημίζοντας τη φαινομενική ανωτερότητά του στο ταίρι του, αισθάνεται ότι κερδίζει την αφοσίωση και προσοχή του. Έτσι σιγά-σιγά το άτομο που δέχεται τη συμπεριφορά αυτή αρχίζει να νιώθει άσχημα γιατί πιστεύει ότι όντως δε φέρεται σωστά στον σύντροφό του κι έτσι εκδηλώνει κι ο ίδιος τις δικές του ανασφάλειες ή αντιδρά στη μόνιμη αβεβαιότητα που υφίσταται.
Ίσως το πρόβλημα βρίσκεται στη σχέση εξαρχής αφού πιθανό να μη δόθηκε η ευκαιρία να δημιουργηθεί η σχέση σε πιο υγιή βάση. Αν για παράδειγμα υπήρχε από την αρχή η διάθεση να περνούν αποκλειστικά μαζί χρόνο, μεταφράζοντας το να αφήνει ο ένας τη ζωή του για τον άλλο ως ενδιαφέρον, ή υπήρξε εκδήλωση συναισθημάτων η ολοκληρωτική άφεση ως προς τα πάντα, όταν αργότερα θέλησε ο ένας να βάλει όριο, ο άλλος το πήρε ως απόρριψη.
Πολλές φορές η ανασφάλεια και ο φόβος αυτός ίσως να προέρχεται από πιο βαθιά τραύματα που μπορεί να υπήρχαν πριν τη σχέση ή ίσως ακόμα κι από την παιδική ηλικία κι επειδή πολλοί άνθρωποι αποφεύγουν να ψαχτούν και να λύσουν τα θέματα αυτοεκτίμησής τους, καταλήγουν να μεταφέρουν τη λάθος αίσθηση που έχουν για την επιβεβαίωση στον σύντροφό τους. Σε καμία περίπτωση όμως τα θέματα αυτά δεν αποτελούν δικαιολογία για ανάρμοστη συμπεριφορά κάποιου και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται προς την υπεράσπιση αυτού που χειραγωγεί.
Από την άλλη συνήθως, το άτομο που αποδέχεται τη στάση αυτή από το ταίρι του, αντιμετωπίζει και το ίδιο θέματα χαμηλής αυτοεκτίμησης αφού αρχίζει να αποδέχεται τέτοιες συμπεριφορές κι ίσως ψάχνει και λόγους να βρει το άδικο στον εαυτό του, αγχωμένο ότι τελικά όντως δε θα είναι επαρκές και θα υποστεί το να τον αφήσει η σχέση του, αφού σίγουρα κάτι δεν κάνει καλά. Κι ίσως τελικά να είναι κι αυτός ένας από τους λόγους που μπήκαν στη σχέση εξαρχής αυτοι οι δύο άνθρωποι κι υπήρξε τόση έλξη μεταξύ τους. Το ότι η ανασφάλεια του ενός μπόρεσε και κούμπωσε με του άλλου σε μια αμοιβαία στρατηγική έρωτα.
Όπως και να έχει, ποτέ δεν είναι αργά για τον καθένα να ψάξει τα θέματά του και να προσπαθήσει να τα επιλύσει, αφού καταφέρει ν’ αντιληφθεί ότι δεν έχει και τόση ουσία να είναι κανείς μαζί του, αν δεν είναι ελεύθερη επιλογή.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου